Η συμμετοχή του ανθρώπου στις εορτές είναι μία ανάγκη. Ξεκινάει από μία έμφυτη ατομική – βιολογική ανάγκη, ως ανά-παύση στην καθημερινή και αγωνιώδη προσπάθεια ελέγχου της εντροπίας της ζωής και φτάνει να γίνεται κοινωνική και πολιτισμική ανάγκη. Η ύπαρξη όλων των ανθρώπινων κοινωνιών και πολιτισμών είναι συνυφασμένη με τις εορτές, ανά τους αιώνες.

Ο άνθρωπος δεν έχει ανάγκη όμως μόνο να εορτάζει για να αναπαύεται, προσφέροντας στον οργανισμό του μία συντήρηση για να συνεχίσει να παράγει έργο μετά το πέρας αυτής. Με τις εορτές οφείλει να νοηματοδοτείται η ίδια η ανθρώπινη ζωή. Ξεφεύγοντας από την ενστικτώδη προσήλωση στον βιολογικό κύκλο της εργασίας και της ανάπαυσης, που αρμονικά ακολουθούν όλα τα έμβια όντα του πλανήτη μας, ο άνθρωπος απέκτησε την ανάγκη για ένα σκοπό. Ο σκοπός και το νόημα στη ζωή του είναι αυτά που του προσφέρουν τη χαρά και τη δύναμη να συνεχίσει να ζει. Εξάλλου, η διαφορά του ανθρώπου από τα υπόλοιπα ζώα δεν εξαντλείται σε απτά χαρακτηριστικά όπως η χρήση της γλώσσας και τα πολιτισμικά επιτεύγματα, αλλά είναι άπειρη και ένα χάσμα οντολογικό.

Τα Χριστούγεννα είναι μία χριστιανική εορτή που αφορά σε ένα πολύ συγκεκριμένο γεγονός, τη γέννηση του Ιησού Χριστού, του Υιού του Δημιουργού, δηλαδή την εμφάνιση του Θεανθρώπου στην ιστορία, με σκοπό τη σωτηρία του ανθρώπινου γένους. Ακούγεται, λοιπόν, σαν το πλέον χαρμόσυνο και ελπιδοφόρο άγγελμα της ιστορίας. Μάλιστα, στην εορτή των Χριστουγέννων, οι πιστοί καλούνται να ζήσουν την ενανθρώπηση του Χριστού όχι σαν ένα γεγονός του καιρού εκείνου, αλλά σαν μία πραγματικότητα του σήμερα.

Η γέννηση του Χριστού αντιπροσωπεύει το σημαντικότερο γεγονός για ένα μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας και την αρχή της χρονολόγησης. Επιπλέον όμως, η έλευση του «Θεανθρώπου», ως προϋπόθεση για τη σωτηρία από το θάνατο, δηλαδή τη λύση του μεγαλύτερου σκανδάλου για το ανθρώπινο πρόσωπο, έδωσε στην ανθρωπότητα την «προσταγή» της αγάπης. Η εντολή της αγάπης που ο Χριστός εισήγαγε υπήρξε μια «τομή» στην ιστορία της ανθρωπότητας. Το «αγαπάτε τους εχθρούς υμών, ευλογείτε τους καταρωμένους υμάς, καλώς ποιείτε τοίς μισούσιν υμάς» είναι ίσως η πιο επαναστατική φράση που έχει ποτέ ειπωθεί και αλλάζει εντελώς την έννοια της δικαιοσύνης όπως αυτή γινόταν αντιληπτή στις προ Χριστού εποχές.

Η βίαιη αφαίρεση του συνταρακτικού νοήματος από την εορτή των Χριστουγέννων, ακόμα και με την επιπόλαιη αλλά «πολιτικά ορθή» μετατροπή του ονόματός της στις ευχές, από «Καλά Χριστούγεννα» σε «καλές γιορτές», ταυτίζεται με την ταυτόχρονη διαστρέβλωση του ορισμού της λέξης «εορτή» και την καθιστά μια περίοδο διακοπών και ανάπαυσης, έρμαιο του καταναλωτικού πνεύματος και της επιτηδευμένης γιορτινής μελαγχολίας, μέσω της αδιάλειπτης αναπαραγωγής «χριστουγεννιάτικων» συγχορδιών και γλυκών μελωδιών.

Αυτή η διαστρέβλωση κάνει μέχρι και έναν θεωρητικά τίμιο αγνωστικιστή να αναρωτηθεί για το νόημα ύπαρξης της εορτής.

Φανταστείτε να βρεθούν οι σύγχρονοι άνθρωποι μέσω μίας χρονομηχανής στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ. και να προσπαθήσουν να αφαιρέσουν από τα Παναθήναια κάθε τι σχετικό με τη θεά Αθηνά. Η ίδια η εορτή χάνει το νόημά της, γιατί αποσυνδέεται από το θρησκευτικό αίσθημα των αρχαίων Αθηναίων προς την πλέον αγαπημένη τους προστάτιδα θεά. Πόσο πιο οδυνηρό είναι να συμβαίνει κάτι αντίστοιχο σε μία εορτή με πολύ πιο ισχυρό νόημα και κεντρικό πρόσωπό της τον μεγαλύτερο δάσκαλο της Αγάπης που γνώρισε ποτέ η ανθρωπότητα.

Πέραν όμως του νοήματος των εορτών, θα πρέπει να αναφερθούμε και στην ιστορική και φιλοσοφική σημασία τους. Ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, όπως τον γνωρίζουμε σήμερα και ακόμα περισσότερο ο ελληνικός έχουν και χριστιανικές καταβολές. Η άρνηση και αποστροφή των σύγχρονων κατοίκων και πολύ περισσότερο των ηγετών της Γηραιάς Ηπείρου προς οποιαδήποτε θρησκευτική (χριστιανική) χροιά στις εορτές, δεν τους τιμά ως άξιους συνεχιστές του ευρωπαϊκού πνεύματος και πολιτισμού. Ακόμα και να θέλαμε να διαχωρίσουμε τον σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό από τον «παλαιό» και να θεωρήσουμε ότι ο πρώτος είναι το πνευματικό δημιούργημα των Διαφωτιστών και των σύγχρονων Ευρωπαίων φιλοσόφων, θα πέφταμε σε λογική πλάνη. Σύμφωνα με έναν μεγάλο Έλληνα στοχαστή της νεότερης εποχής, «ολόκληρος ο λεγόμενος Δυτικός πολιτισμός των τελευταίων αιώνων δεν έχει υπερβεί τα όρια που διέτρεξαν οι συνειδήσεις της αξονικής χιλιετίας (δηλ. από τα Ομηρικά Έπη και τα Μωσαϊκά κείμενα μέχρι τα Ευαγγέλια) ούτε κατά χιλιοστό…οτιδήποτε οριακό είπαν οι Ευρωπαίοι φιλόσοφοι, είναι δευτεροειπωμένο…δεν είναι χωρίς λόγο που ο Νίτσε ζήτησε την αναγωγή του σε έναν μυθικό πρόγονο, τον Ζαρατούστρα. Και δεν είναι χωρίς λόγο που ο Χάιντεγκερ βυθίστηκε στις ρίζες του λόγου των Προσωκρατικών φιλοσόφων…».

Οι παραπάνω έννοιες είναι δύσκολα αντιληπτές για τον σύγχρονο άνθρωπο. Είναι όμως απαραίτητο και έντιμο να δίδεται μεγάλη προσοχή όταν προσπαθούμε να αφαιρέσουμε από μία εορτή – σύμβολο για τον πολιτισμό μας, αλλά και για την ίδια την ανθρώπινη ύπαρξη, οτιδήποτε θεωρούμε πως μας συμφέρει, ειδικά όταν πρόκειται για το νόημά της.