Μία από τις μάλλον λιγότερο γνωστές ιστορίες της αντίστασης του 1940-41 είναι η αντίσταση του οχυρού Ιστίμπεη απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις.

Το οχυρό Ιστίμπεη άνηκε στην αμυντική οργάνωση των βορείων συνόρων της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης και βρίσκεται σε μία ψηλή κορυφή του όρου Μπέλες σε απόσταση 200 μέτρων από την ελληνοβουλγαρική μεθόριο.

Το οχυρό περιλάμβανε πολυσύνθετες υπόγειες εγκαταστάσεις, πολυβολεία και ένα αντιαεροπορικό πυροβολείο, παρατηρητήρια καθώς και διάφορες άλλες αμυντικές προφυλάξεις στο εξωτερικό του. Εκτός όλων αυτών, η τοποθεσία του τού δίνει τεράστιο στρατηγικό πλεονέκτημα και το κρύβει από τα εχθρικά πυρά.

Βέβαια, όπως αποδείχθηκε, το σημαντικότερο «όπλο» του οχυρού ήταν οι 14 αξιωματικοί και οι 350 οπλίτες που το επάνδρωσαν.

Ο συνταγματάρχης του οχυρού Όμηρος Παπαδόπουλος στο βιβλίο του για την αντίσταση του Ιστίμπεη (1) γράφει:

«Όλοι όμως, παρ’ όλους τους κόπους και την φοβερή μοναξιά (πολλοί μάλιστα ήταν στο οχυρό και δυόμιση χρόνια, που σπάνια διέκοπτε καμία διήμερος άδεια) ήταν κατευχαριστημένοι κι αγαπούσαν το οχυρό τους, το καινούργιο τους χωριουδάκι, που το έφτιαξαν σχεδόν με τον ιδρώτα τους. Όλοι ήταν αγαπημένοι μεταξύ τους.[…] Ομολογώ ότι ποτέ δεν είδα ούτε και φαντάσθηκα καλύτερο σύνδεσμο και μεγαλύτερη αγάπη μεταξύ αξιωματικών και στρατιωτών. Και ασφαλώς αυτό δεν έπαιξε μικρό ρόλο στις μάχες, που η ιστορία θα γράψει μία μέρα, με χρυσά γράμματα: “ο αγώνας του οχυρού ΙΣΤΙΜΠΕΗ”».

 

Μετά από πολυήμερη και επιμελή μελέτη του οχυρού από τους Γερμανούς, η επίθεση ξεκίνησε επίσημα στις 6 Απριλίου του 1941. Ο γερμανικός βομβαρδισμός, γνωστός για τη σφοδρότητά του, ξεκίνησε τα χαράματα, στις 5. «Δεν υπάρχουν λέξεις για να περιγραφεί η κόλαση που δημιουργήθηκε. Θα έπρεπε κανείς να έχει ατσαλένια νεύρα και στρατιώτες υπεράνθρωπους για να μπορέσει να αντιμετωπίσει αυτή τη κατάσταση», γράφει ο συνταγματάρχης. Και οι Έλληνες στρατιώτες πράγματι φάνηκαν υπεράνθρωποι.

Ο βομβαρδισμός ολοκληρώνεται περίπου 2 ώρες μετά, καταστρέφοντας το μοναδικό αντιαεροπορικό του οχυρού, το οποίο παρόλα αυτά είχε καταφέρει να καταρρίψει 4 γερμανικά αεροπλάνα, προς απογοήτευση των έκπληκτων Γερμανών.

Ο εχθρός, βέβαιος για την επιτυχία του βομβαρδισμού και την πλέον εύκολη καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων, πλησιάζει με πεζικό προς το οχυρό. «Αλλά τι απογοήτευση για αυτούς όταν ξαφνικά 6 πολυβόλα αρχίζουν να τους θερίζουν. Σε 5’ λεπτά μπροστά μας δεν βρίσκονται τίποτε άλλο από νεκρούς. Η πρώτη εξόρμηση του εχθρού απέτυχε με απώλειες τεράστιες για αυτόν και μερικούς τραυματίες για εμάς».

Την ίδια κατάληξη έχουν και οι επόμενες γερμανικές επιθέσεις με τους Έλληνες να αντιστέκονται ηρωικά παρά την τεράστια αριθμητική κατωτερότητά τους. Το οχυρό έχει μετατραπεί σε φονικό πεδίο μάχης με τους Έλληνες να υπερισχύουν.

Οι Γερμανοί καταφέρνουν το πρώτο μεγάλο πλήγμα με τους δυναμιστές οι οποίοι βάλλονται με μανία κατά του οχυρού χρησιμοποιώντας εκρηκτικές ύλες και τρυπάνια για να καταστρέψουν τις ελληνικές άμυνες. Οι Έλληνες υπερασπιστές καταφέρνουν να εξοντώσουν πολλούς από αυτούς, διατηρώντας παράλληλα την αντίσταση στις γερμανικές αντεπιθέσεις του πεζικού και των αλεξιπτωτιστών.

Οι δυναμιστές, παρόλα αυτά, καταφέρνουν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά στα πολυβολεία τα οποία τελικά αχρηστεύονται, με τους πληγμένους Έλληνες να κλείνονται μέσα στο οχυρό.

Καθώς νυχτώνει, οι Έλληνες ακρίτες ζητούν ενισχύσεις για αντεπίθεση οι οποίες όμως δεν έρχονται ποτέ. Στην κρίσιμη αυτή ώρα που η εγκατάλειψη της μάχης φαίνεται η μόνη λύση, οι ήρωες του φρουρίου αποφασίζουν να μην παραδοθούν, αλλά να αμυνθούν με τον «φρικτότερο πόλεμο», τον πόλεμο των στοών στο εσωτερικό των υπόγειων εγκαταστάσεων.

Στήνοντας πολυβόλα στους διαδρόμους και καμουφλαρισμένοι από το σκοτάδι, οι Έλληνες καταφέρνουν να κατακρεουργήσουν όσους Γερμανούς επιχειρούν να εισέλθουν στο οχυρό.

«Είναι αλήθεια ότι ο πόλεμος προκαλεί φρίκη. Αλλ’ αυτό που γίνεται στον πόλεμο των στοών δεν μπορεί να περιγραφεί. Οι στοές είχαν γεμίσει ανθρώπινα πτώματα που κολυμπούσαν στο αίμα. Τα πολυβόλα έβαλλαν τώρα μέσα στις στοές ενώ κάπου-κάπου διακόπτονται από τις φοβερές εκρήξεις της δυναμιτίδος των Γερμανών. Ο εχθρός βλέποντας ότι απέτυχε στη προσπάθεια να εισδύσει στο οχυρό, αλλάζει σχέδια. Με ειδικά τρυπάνια προσπαθεί να καταστρέψει το οχυρό μας, αλλά τίποτα δεν κατορθώνει».

Τελικά, μετά από τις αποτυχημένες προσπάθειες των Γερμανών, καταφεύγουν στον πρωταρχικό φόβο των λιγοστών υπερασπιστών του φρουρίου: στα φονικά αέρια. Οι Έλληνες ποτέ δεν περίμεναν ότι οι Γερμανοί θα έφταναν σε τόσο ακραία μέτρα για να περάσουν από ένα τόσο μικρό και «ασήμαντο» οχυρό της ελληνικής άμυνας.

Τα αέρια αρχίζουν να πλήττουν σοβαρά τους Έλληνες στρατιώτες οι οποίοι είναι ανήμποροι να αντισταθούν στη χημική αυτή επίθεση. Με πόνο καρδιάς, έτσι, αναγκάζονται να παραδοθούν με συνθηκολόγηση στις 7 Απριλίου μετά από σκληρή διήμερη αντίσταση.

«Οι Γερμανοί πολεμιστές, εκτιμώντας την ηρωική άμυνα του οχυρού, αποδέχονται τους όρους, μας συγχαίρουν για την άμυνα, την οποία ομολογούν ότι ποτέ δεν εφαντάζονταν και σε ένδειξη τιμής γερμανικό απόσπασμα αποδίδει τιμές στους αξιωματικούς και στρατιώτες κατά την έξοδό τους από το οχυρό. Όλοι κοιτάμε τους Γερμανούς όχι σαν ηττημένοι, αλλά σαν νικητές. Τους παρατηρούμε μ’ ένα βλέμμα, που σαν να τους έλεγε: “Αν είχαμε τα μισά από τα δικά σας μέσα, τότε θα βλέπατε!”».

 

Δεν χρειάζεται να σχολιάσει πολλά κανείς για την ηρωική αντίσταση των Ελλήνων στο οχυρό Ιστίμπεη. Τα γεγονότα μιλάνε από μόνα τους και φανερώνουν περισσότερα απ’ ότι μπορεί κανείς να περιγράψει με τις λέξεις. Για μία φορά, ας καθίσουμε σιωπηλά και ας αφουγκραστούμε τους ψιθύρους των ανθρώπων που με μεγαλοψυχία επέλεξαν να μη μεγαλώσουν, για να μεγαλώσουμε εμείς…

«Όλοι στραφήκαμε προς τους νεοσκαμμένους τάφους, που σκέπαζαν τους ήρωες συναδέλφους μας. Παραμείναμε ακίνητοι για μία στιγμή. Προσευχηθήκαμε σιωπηλά και ορκισθήκαμε, ότι δεν θα ξεχάσουμε τους νεκρούς μας και ότι θα εκάναμε το παν για να φανούμε καθένας στο μέλλον αντάξιος της θυσίας εκείνων και των προσδοκιών της πατρίδας». Αμήν.

 

Παραπομπές:


(1)Όμηρος Παπαδόπουλος, «Ο αγώνας του Οχυρού Ιστίμπει», εκδόσεις Μαυρίδης

 

Το κείμενο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Κοινωνικές Τομές» τον Οκτώβριο του 2022.