Σαν χτες, στις 15 Ιανουαρίου 1950, στην αγγλοκρατούμενη τότε Κύπρο,

όλος ο ενήλικος κυπριακός πληθυσμός προσερχόταν κάτω από τους θόλους των εκκλησιών, μέσα σε ατμόσφαιρα ιερής μυσταγωγίας, για να υπογράψει τη λευτεριά του, καταθέτοντας τη ψυχή του στις δέλτους του Ενωτικού Δημοψηφίσματος, αξιώνοντας «ΤΗΝ ΕΝΩΣΙΝ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ ΜΕ ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ».

Με άλλα λόγια, οι παππούδες, οι γιαγιάδες κι οι γονείς των σημερινών γενιών όλων των ενηλίκων Ελλήνων της Κύπρου, όλων των κομματικών και πολιτικών παρατάξεων, πέντε χρόνια μετά τη λήξη του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου και τη νίκη των Ελευθέρων Λαών, αξίωσαν από τους Συμμάχους στον Πόλεμο Βρετανούς, τον σεβασμό στην πρώτιστη διακήρυξη των νικητριών δυνάμεων: ΤΗΝ ΑΥΤΟΔΙΑΘΕΣΗ των υποδούλων και αποικιοκρατουμένων λαών. Διεκδίκησαν, δηλαδή, τα υποσχόμενα, μια δεδομένη έκφανση της Ελευθερίας και της Αυτοδιάθεσης, με τον πιο δημοκρατικό τρόπο: το Δημοψήφισμα.

Με το πέρας του θριάμβου του Ενωτικού Δημοψηφίσματος και με το συντριπτικό αποτέλεσμα του 95,7% υπέρ της Ενώσεως, κυπριακή πρεσβεία αναχώρησε από τη Λευκωσία για την Αθήνα, για να παραδώσει τους τόμους του Δημοψηφίσματος. Εκεί, όμως, βρέθηκε αντιμέτωπη με την επιφυλακτικότητα της κυβέρνησης Πλαστήρα και τον κυνισμό του τότε αντιπροέδρου Γεωργίου Παπανδρέου, που δήλωσε χαρακτηριστικά πως «η Ελλάς αναπνέει σήμερον με δύο πνεύμονας, τον μεν αγγλικόν, τον δε αμερικανικόν. Δεν ημπορεί, λόγω του Κυπριακού, να διακινδυνεύσει από ασφυξίαν».

Αλλά ο ελληνικός λαός επεφύλασσε διαφορετική στάση ως προς το κυπριακό ζήτημα, εκ διαμέτρου αντίθετη από αυτή του κράτους. Οι Έλληνες πολίτες ξεχύθηκαν πολλές φορές στους δρόμους των Αθηνών, με πρωτοστατούντες τους φοιτητές, σε μαζικότατες διαδηλώσεις, για να φωνάξουν υπέρ της ένταξης της Κύπρου στον εθνικό κορμό και για δικαίωση των αιτημάτων των αδελφών Κυπρίων.

Τα γεγονότα απέδειξαν περίτρανα πως το ενωτικό κίνημα της Κύπρου, «το μακροβιότερο και μαζικότερο αλυτρωτικό κίνημα της νεότερης ελληνικής ιστορίας», ανήκε σε όλους τους Έλληνες, που θεωρούσαν την Ένωση κάτι αυτονόητο – τη φυσική εξέλιξη της Ιστορίας του κυπριακού ελληνισμού. Και ασφαλώς, οι οραματιστές της Ενώσεως, με το πύρωμα στην καρδιά και τον αταλάντευτο προσανατολισμό προς τα εθνικά ιδανικά, όταν αγωνίζονταν για το αναφαίρετο δικαίωμά τους στην Αυτοδιάθεση, δεν λογάριαζαν τις γεωπολιτικές ισορροπίες ή τα πολιτικά συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων. Αγνοούσαν «πολιτικές ορθότητες», αγνοούσαν και τα επιχειρήματα των Άγγλων πως με την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα θα πέσει κατακόρυφα το βιοτικό επίπεδο των Κυπρίων, μιας και εκείνη την περίοδο η μικρή Ελλάς ήταν πάμφτωχη, και απαντούσαν περήφανα πως «ΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑΝ ΘΕΛΩΜΕΝ ΚΑΙ ΑΣ ΤΡΩΓΩΜΕΝ ΠΕΤΡΕΣ», προτάσσοντας την Ελευθερία έναντι της σκλαβιάς, τη Δικαιοσύνη έναντι της αδικίας και την επιβίωση έναντι του αφανισμού.

 

Στις μέρες μας λοιπόν, που σε παγκόσμιο επίπεδο οι λαοί επιστρέφουν πίσω στις ρίζες τους, αναζητώντας και επαναπροσδιορίζοντας την ταυτότητα τους, η 15η Ιανουαρίου στέκει υπερήφανα και διατρανώνει πως οι λαοί έχουν δικαίωμα λόγου, δικαίωμα αυτοδιάθεσης και δικαίωμα ελευθερίας, προστάζοντάς μας να προτάξουμε κι εμείς με τη σειρά μας το δικαίωμα της μνήμης έναντι στη λήθη.

 

Μέχρι και σήμερα, το μελάνι του Ενωτικού Δημοψηφίσματος διακρίνεται νικηφόρα, πλάι στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ που ακολούθησε – και του οποίου το Δημοψήφισμα αποτέλεσε τη δημοκρατική βάση – και μας υπενθυμίζει πως οι πράξεις αντίστασης των λαών όπου γης, υπερισχύουν των πράξεων υποταγής, στην Ιστορία που εκδικείται…