Η Ελληνίδα του Σαράντα ούτε διακηρύξεις είχε, ούτε επίσημες κατοχυρώσεις για ισότητα των δύο φύλων και για δικαιώματα. Είχε, όμως, αφάνταστα εκπληκτική ευαισθησία για τις υποχρεώσεις της έναντι στην Πατρίδα, στη Θρησκεία και στην Οικογένεια. Μεγαλούργησε και δικαιώθηκε ενώπιον Θεού κι ανθρώπων, ανοίγοντας δρόμο για τις επερχόμενες γενεές – και τη δική μας. Τον δρόμο της προσφορας, του χρέους, της θυσίας…
Η Ελληνίδα του Σαράντα, στις πόλεις, ζώντας κι αυτή υπό τις περιστάσεις, εργάστηκε με μοναδική προθυμία και δόθηκε ολόψυχα στην προσπάθεια συγκέντρωσης μεγάλων ποσοτήτων μάλλινων, κυρίως, που στάλθηκαν εγκαίρως στους Μαχητες του μετώπου, πολεμώντας έτσι αποφασιστικά τον αδυσώπητο, βαρύ χειμώνα. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Τίμος Μωραϊτίνης στο ποίημα του «Ἑλληνίδες»: Μερόνυχτα σκυμμένη στέκει καί ξενυχτάει δουλεύοντας γιά τήν Πατρίδα. Κι ἐνῶ σκυμμένη πλέκει, ἔχει ψηλά τό μέτωπο ἡ Ἑλληνίδα. Καί τά βελόνια γίνονται σπαθιά πού βγαίνουν ἀπό τή χρυσή τους θήκη, νὰ ἀγωνιστοῦνε μέ τόν νιό πολεμιστή.
Η Ελληνίδα του Σαράντα, όμως, δεν έμεινε μόνο στα μετόπισθεν. Έχοντας βαθιά συναίσθηση του χρέους της, εντολοδόχος της Ιστορίας, γρήγορα έλαμψε με τη δυναμική της παρουσία και στο μέτωπο. Κανείς δεν την οδήγησε εκεί – μόνη της προσφέρθηκε. Και ενώ οι αξιωματικοι του ιταλικου στρατου με φοβέρες και υποσχέσεις παρακινούσαν τους άντρες τους να προχωρήσουν, οι Έλληνες αξιωματικοί παρακαλούσαν τις Ελληνίδες να αποχωρήσουν από τα πεδία των μαχών.
Η Ελληνίδα του Σαράντα άντεξε επίσης στους δεκάδες υπό το μηδέν βαθμούς, πασχίζοντας να διανοίξει δρόμους για να περάσουν τα παλληκάρια, τα κανόνια, τα μηχανοκίνητα. Στο χειμωνιάτικο κρύο αντέταξε τη ρωμαλέα φλόγα της ψυχής της, που διψούσε για Λευτεριά και Δικαιοσύνη.
Η Ελληνίδα του Σαράντα βοήθησε έτι περισσότερο στον Αγώνα, υπηρετώντας εθελοντικά στα νοσοκομεία – στις πόλεις, στην ύπαιθρο και στα όρη. Αυτή περιποιήθηκε τον τραυματία, αυτή παρέμεινε και στο προσκέφαλο του ετοιμοθάνατου παλληκαριού, σφαλίζοντάς του τα μάτια.
Πολλές και αμέτρητες οι θυσίες στον βωμό της Πατρίδας. Παρά τις σημαντικές απώλειες, οι χαροκαμένες μάνες, οι πονεμένες αδελφές κι οι ορφανιασμένες θυγατέρες δεν λύγισαν, αλλά κράτησαν ψηλά το ηθικό όλων των Ελλήνων. Κλάψανε σιωπηλά, ήταν όμως έτοιμες για κάθε θυσία, με πρόσωπα φωτισμένα εσωτερικά από την πίστη στον Θεό και στον αγώνα του Έθνους κι από αγάπη για την Ελλάδα.
Ποτέ και σε καμία άλλη άκρη της γης, γυναίκες δεν στάθηκαν τόσο γενναία να πολεμήσουν τον θάνατο. Ανάστησαν έτσι, για άλλη μία φορά, τον θρύλο και το έπος του 1821.
Πόσο πιο πλούσια θα μπορουσε να είναι η εθνική μας παρακαταθήκη;
Χρόνια πολλά, Ελληνίδες και Έλληνες!