Επιλογές ποιημάτων από τη συλλογή «Το Βάθος του Κόσμου» (1961) του Νικηφόρου Βρεττάκου.


Ο νεκρός

Μας τον φέρανε λαβωμένονε.
Το γέλιο του ίδιο. Τα μάτια, τα χέρια του,
δεν έδειχναν τίποτα. Το μέτωπό του ήταν ήρεμο,
φορτωμένο, όπως πάντοτε. Το χιόνι στα γένια του
είχε καθίσει με τον ίδιο απαράλλαχτα
τρόπο που καθόταν και πάνω στα δέντρα.

Ένα φρέσκο γαρούφαλο μόνο, στο στήθος,
ζερβά, πάνω απ’ το άσπρο πουκάμισο.
Μας έκανε νόημα κ’ εμείς
καταλάβαμε. Του πήρα το χέρι,
γονάτισα, έπιασα το ένα του δάχτυλο:

«Το χρυσό δαχτυλίδι μου να το πάτε στην Α
στην πόλη Ω».

(Το τελευταίο μικρό της γράμμα τον είχε
βρει τις προάλλες στα χίλια διακόσια
είκοσι ύψωμα. Γράφοντάς του τον έλεγε
πάντα: «λουλούδι μου»)

Πάνω μας χιόνιζε. Σ’ όλων τα πρόσωπα
βημάτιζε η θλίψη: κάτι δάκρυα χοντρά
που καίγαν το χιόνι, κρεμιόνταν στα μάγουλα
κ’ έσταζαν πάνω του. Κ’ εκείνη την ώρα
πιο ζεστό πράγμα σ’ όλο τον κόσμο
δεν ήταν θαρρώ – γιατί χιόνιζε, χιόνιζε
σ’ όλο τον κόσμο.
Είχε το σύμπαν
σκύψει θαρρείς και χιόνιζε κ’ έκλαιγε
κ’ έσταζε πάνω στην άσπρη του ακίνητη
μάσκα: «Λουλούδι μου!»

 

Οι διαστάσεις του νεκρού στρατιώτη

Δός μου το χέρι σου ν’ ανέβω στη γη.
Θέλω να ιδώ τον ουρανό χαμηλότερα,
τα ουράνια φαινόμενα
γύρω απ’ τα πόδια μου.
Θέλω
να συλλάβω το ύψος μου και να μάθεις κ’ εσύ
πόση έκταση έπιανα, εγώ, που σκοτώθηκα,
χτες βράδυ, στο μέτωπο.

 

Ο Δ.Μ. δεν επέστρεψε

Ώρα 11 και 20’. Πέρασε
κι’ ο τελευταίος συρμός· άλλον δεν έχει,
δεν έχει άλλο σφύριγμα.
Δεν έχει άλλο πράσινο σινιάλο,
άλλα φώτα.

Τ’ αστέρια της φαίνονται
σαν τραίνα που έρχονται
με προβολείς και σημαίες, αλλά
ο λόχος του πέρασε. Σηκώνει το πρόσωπο,
κοιτάζει παντο: «Τι όμορφα που έκαμες
Θεέ μου τα πράγματα!…» Κάνει δύο βήματα,
στέκεται πάλι – δεν έχει άλλο τραίνο.
Σκύβει στη γη.

Γυρίζει μετά
την άκρη της μπόλιας της, σκουπίζει τα μάτια,
σταυρώνει τα χέρια, παίρνει τις ράγες
και φεύγει βαστάζοντας ένα μικρό
λουλούδι στα δάχτυλα.

 

Δύο μητέρες νομίζουν πως είναι μόνες

Ο γιός της σκοτώθηκε πριν έξι μήνες.
Τώρα κάθε πρωί που ανοίγει την πόρτα της,
είναι ένα πένθος. Νομίζεις πως βλέπεις,
έξω από χρόνο και χώρο: το πένθος.
Το βράδυ, το ίδιο:
Σπρώχνει την πόρτα
σα να σωριάζεται. Μπαίνει τρεκλίζοντας,
ανάβει το φως. Η μαύρη της μπόλια
είναι λυμένη. Οι άκρες της κρέμονται
ως κάτου το πάτωμα. Στον τοίχο, αντίκρυ της,
η εικόνα ταράζεται. Η Παναγία τη βλέπει,
τρέμουν τα χέρια της, θα της φύγει θαρρείς,
θα της πέσει το βρέφος.

Τα χείλη της σφίγγονται, η κόκκινη
μαντήλα της παίζει. Θέλει να την
βοηθήσει, αλλά – το σπίτι είναι έρημο.
Δεν έχει σε ποιόν ν’ αφήσει σ’ αυτόν
τον κόσμο για μια στιγμή το παιδί της.

Ο άνθρωπος και το άλογο

Είχε ένα άλογο. Πήγε στον πόλεμο.
Δεν πέρασαν δύο μήνες που γύρισε πίσω
με κομμένο το πόδι του. Όταν τον είδε
τ’ άλογο χλιμίντρισε.
Λίγες
μέρες μετά, το επιτάξανε.

Εκείνο δεν γύρισε.

Κι από τότε, όταν ήθελε
να θυμηθεί κάτι αξέχαστο από
τη ζωή του, κάτι όμορφο
– την Παναγία, τον Χριστό ή τον ήλιο
παραδείγματος χάρη –
θυμόταν
αυτό το χλιμίντρισμα.

 

Ένα απ’ τα πολλά που βλέπει ο ήλιος

Το γάλα του στήθους της το πίκρανε ο πόλεμος.
Ο πατέρας της σκοτώθηκε. Ένα μήνα κατόπι
εγεννήθη το βρέφος. Τώρα, είχε πέντε
βρύσες η πίκρα της: τα χείλη, τα μάτια,
τα στήθια της.
Αύριο,
θα μπορούσε ίσως αύριο, αυτό το παιδί,
να γράφει βιβλία, να διευθύνει μια ορχήστρα,
θα μπορούσε να κάνει κάτι που ιάτανε σαν
να σπάζεις στον τοίχο χίλια τουφέκια – αλλά,
τι να τούκανε ο ήλιος; Λίγο πιο μετά πέθανε

Το φύτεψαν σε ένα μικρό πικραμύγδαλο.

 

 

Κλείνοντας, παρατίθεται ένα βίντεο, στα 4 πρώτα λεπτά του οποίου, ο ίδιος ο ποιητής διαβάζει ένα από τα κορυφαία του ποιήματα για τον πόλεμο του ’40 με τίτλο “Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο”: (παρακάτω υπάρχουν και οι στίχοι)

For privacy reasons YouTube needs your permission to be loaded. For more details, please see our Πολιτική Απορρήτου.
I Accept

Ένας στρατιώτης μουρμουρίζει στο αλβανικό μέτωπο

Ποιος θα μας φέρει λίγον ύπνο εδώ που βρισκόμαστε;
Θα μπορούσαμε τότες τουλάχιστο
να ιδούμε πως έρχεται τάχατεη μάνα μας
βαστάζοντας στη μασχάλη της ένα σεντόνι λουλακιασμένο
με μια ποδιά ζεστασιά και κατιφέδες από το σπίτι μας.
Ένα φθαρμένο μονόγραμμα στην άκρη του μαντιλιού:
ένας κόσμος χαμένος.

 

Τριγυρίζουμε πάνω στο χιόνι με τις χλαίνες κοκαλιασμένες.
Ποτέ δεν βγήκε ο ήλιος σωστός απ’ τα υψώματα του Μοράβα,
ποτέ δεν έδυσε ο ήλιος αλάβωτος απ’ τ’ αρπάγια της Τρεμπεσίνας.
Τρεκλίζω στον άνεμο χωρίς άλλο ρούχο,
διπλωμένος με το ντουφέκι μου, παγωμένος και ασταθής.

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).

 

Δε θα μου πήγαινε αυτή η προσβολή περασμένη υπό μάλης,
δε θα μου πήγαινε αυτό το ντουφέκι αν δεν ήσουν εσύ,
γλυκό χώμα που νιώθεις σαν άνθρωπος,
αν δεν ήτανε πίσω μας λίκνα και τάφοι που μουρμουρίζουν
αν δεν ήτανε άνθρωποι κι αν δεν ήταν βουνά με περήφανα
μέτωπα, κομμένα θαρρείς απ’ το χέρι του θεού
να ταιριάζουν στον τόπο, στο φως και το πνεύμα του.

 

Η νύχτα μάς βελονιάζει τα κόκαλα μέσα στ’ αμπριά·
εκεί μέσα
μεταφέραμε τα φιλικά μας πρόσωπα και τ’ ασπαζόμαστε
μεταφέραμε το σπίτι και την εκκλησιά του χωριού μας
το κλουβί στο παράθυρο, τα μάτια των κοριτσιών,
το φράχτη του κήπου μας, όλα τα σύνορά μας,
την Παναγία με το γαρούφαλο, ασίκισσα,
που μας σκεπάζει τα πόδια πριν απ’ το χιόνι,
που μας διπλώνει στη μπόλια της πριν απ’ το θάνατο.

 

Μα ό,τι κι αν γίνει εμείς θα επιζήσουμε.
Άνθρωποι κατοικούν μες στο πνεύμα της Ελευθερίας
αμέτρητοι,
Άνθρωποι όμορφοι μες στη θυσία τους, Άνθρωποι.
Ένας μεγάλος καταυλισμός είναι η έννοια της αρετής.
Το ότι πεθάναν, δεν σημαίνει πως έπαψαν να υπάρχουν εκεί,
με τις λύπες, τα δάκρυα και τις κουβέντες τους.
Ο ήλιος σας θα ‘ναι ακριβά πληρωμένος.
Αν τυχόν δεν γυρίσω, ας είστε καλά,
σκεφτείτε για λίγο πόσο μου στοίχισε.

 

(Σαν ήμουνα μικρός καθρεφτιζόμουνα στα ρυάκια
της πατρίδας μου
δεν ήμουν πλασμένος για τον πόλεμο).