Η παρατιθέμενη ιστορία μυθοπλαστικού περιεχομένου είναι αφιερωμένη στην Εργατική Πρωτομαγιά. Αναφέρεται στα γεγονότα της Θεσσαλονίκης (Μάης 1936), στα έθιμα των στεφανιών, του μαγιόπουλου, του μαγιόξυλου, αλλά και στην θρησκευτική εορτή του Άη Γιάννη του Κλήδονα, στις 24 Ιουνίου.

Εκείνο το βράδυ ήθελε απεγνωσμένα να ξεχάσει. Δεν επρόκειτο για άλλη μια συνηθισμένη της σκέψης επιθυμία. Η συνείδηση, όπως ένα τρομαγμένο τρωκτικό, έτοιμο να κλέψει τυρί από το κελάρι, τρεφόταν στα τοιχώματα των βαθύτερων στοχασμών της κι ύστερα, ακαριαία, με τα τέσσερα μικρά της πόδια, κρυβόταν πάλι στην γη. Στη μικρή του ζωή, το τρωκτικό είχε περιπλανηθεί σε αμπελώνες, αγρούς κι αχυρώνες, αλλά ποτέ δεν είχαν δει τα μάτια του έναν κήπο. Μα να μην έχει αντικρίσει όλα αυτά τα χρόνια κάποιον περιποιημένο μπαξέ; Πόσο άδικο. Απόψε όμως, τον είδε. Σαν στήλη άλατος, με το δροσερό αεράκι να παρασέρνει τους μασημένους στοχασμούς του, στεκόταν και κοιτούσε.

– Ωραία που είναι η αυλή μας!

Το ανάλαφρο χρώμα ενός κρεμώδους τοίχου συνόδευε την κληματαριά, η οποία σκαρφάλωνε κατά μήκος του. Τα τσαμπιά προκαλούσαν τις σιαγόνες του να τα καταβροχθίσουν, να τα ξεζουμίσουν. Άλλωστε, τα φύλλα ζωηρού πράσινου ήταν ιδανικά για το σκούπισμα κάποιας μουσούδας μετά το γεύμα. Τα πόδια του όμως, δεν μετακίνησαν το σώμα προς το ανθισμένο φυτό, αλλά έμειναν ασάλευτα, ανήμπορα, καταδικασμένα στη θέαση του κήπου και μόνο.

Τα μάτια του περιτριγυρίστηκαν ελεύθερα στην αυλή, αλαφροπατώντας στο μονοπάτι με τους γκρίζους λίθους. Ήθελε μέσα σ ’ένα βάζο να αιχμαλωτίσει κάθε μίσχο. Τριαντάφυλλα όλων των χρωμάτων, ζουμπούλια διαφόρων μεγεθών, μαργαρίτες φωτοδότριες, διακριτικά γιασεμί, μεγαλοπρεπείς φρέζες και εύρωστους μενεξέδες, που απλώνονταν στα χώματα του κήπου. Το αγαλματένιο σιντριβάνι ανάβλυζε ζωοδόχο νερό και τα μάτια του τρωκτικού, όταν έφτασαν να παρατηρούν την πηγή του ύδατος, συγκινήθηκαν εξαιτίας της ζέσης της ιερής εκείνης στιγμής.

Ακόμη και τα ζιζάνια είχαν μία θέση στον κήπο. Τακτοποιημένα σε γωνίες, έχοντας απόσταση από την πανδαισία χρωμάτων κι αρωμάτων, παραμερισμένα αλλά εν ζωή. Τίποτε περιττό, τίποτε διασκορπισμένο, τίποτα χαμένο. Όλα ήταν στη θέση τους. Μονάχα το τρωκτικό ήταν παράταιρο. Για πρώτη φορά στη ζωή του ένιωθε ξένο. Τι γύρευε μέσα στους κήπους της Βαβυλώνας; Πότε κατάφερε ο ανάξιος, να ξεκλειδώσει τον κήπο της Εδέμ; Πάντοτε αναζητούσε τα μυστικά της μα τώρα που στεκόταν απέναντι τους, δείλιαζε. Πως να πλησιάσει; Πως να αγγίξει; Πως να τολμήσει; Η φύση οργίαζε και η παρουσία του δεν έβρισκε τη σημασία της. Ήλιος, άνθη, κλαδιά και λουλούδια κρεμαστά έπαιζαν τελευταίο κρυφτό της ημέρας. Το τρωκτικό συλλογιζόταν. Εάν, τελικά, ο ρόλος του ήταν ενός προσωρινού ενοίκου της αυλής, τότε δεν θα έπρεπε να είναι και ο προστάτης της;

Η ανατολή αφύπνισε την Γαβριηλία από τον λήθαργο, που είχε περιπέσει. Κοίταξε ξανά τον κήπο της. Αδιάφορος. Περίμενε την μητέρα της να ξυπνήσει, για να της ανοίξει την πόρτα του σπιτιού. Δεν ένιωθε καμία σπιθαμή του κορμιού της, ήταν εξουθενωμένη. Έκλεισε για άλλη μια φορά τα μάτια της και το κεφάλι της έγειρε προς τα πίσω. Οι εικόνες του ονείρου αναποδογύρισαν την οπτική της και να τη πάλι, δίπλα στο τρωκτικό, να κοιτάζει μαγεμένη τον κήπο. Το μικρό του κεφάλι στράφηκε προς την δική της μεριά κι αναρωτήθηκε φωναχτά:

– Ξέρεις πόσα έχεις χάσει;

Λουσμένο το σώμα της Γαβριηλίας από έλαιο, μύρο και χρυσάφι, έκανε ένα βήμα προς τα πίσω και κοίταξε προς το μέρος της Άνοιξης.

– Έλα! Φτιάξε κι εσύ ένα στεφάνι!

Είπε σχεδόν παρακλητικά το τρωκτικό. Σ’ αντίθεση μ’ εκείνη, η χνουδωτή της συνείδηση, δεν αποποιούνταν την χαρά, ούτε έθαβε την αγνότητα της. Με θάρρος της υπενθύμιζε πως η ζωή, κάποια στιγμή, θα έκαιγε ολοσχερώς το στεφάνι της. Είχε μια ευκαιρία να ξεφύγει από την αυτοκαταστροφική μανία της, από την τακτική ισοπέδωση του περιβάλλοντος της και να αναγεννηθεί μέσω του θαύματος της φύσης. Ήταν δυνατόν να ξεχάσει, κάνοντας μια νέα αρχή, αρκεί να μην διέλυε τα πάντα γύρω της.

«Η συμφιλίωση, η αγάπη και ο σεβασμός προς την φύση… Χα, αυτά είναι για παιδιά». Εκείνη δεν ήταν πια παιδί. Εκείνη, είχε πια μια άλλη ζωή να ζήσει.

Ξημέρωσε. Πρωτομαγιά σήμερα.

Θυμόταν την γιαγιά της να της διηγείται ιστορίες για μαγιόξυλα και μαγιόπουλα. «Μπούρδες!» όπως συνήθιζε να τις χαρακτηρίζει. Η οικογένεια της βέβαια, έδινε μεγάλη σημασία στην γιορτή των λουλουδιών για ακόμη έναν λόγο. Σχεδόν τέσσερις γενιές πίσω, οι πρόγονοι της Γαβριηλίας, πάλεψαν για τα εργασιακά τους δικαιώματα κι αγωνίστηκαν για πιο βιώσιμες συνθήκες εργασίας. Πλέον, βρίσκονται μόνοι τους, στο Δημοτικό Κοιμητήριο Ευαγγελίστριας Θεσσαλονίκης, με τα καντήλια τους σβησμένα, ξεχασμένα. Με έναν πατέρα να αργοπεθαίνει για ένα ξεροκόμματο, μια μητέρα να κάνει τρεις δουλειές για να τα φέρει βόλτα κι εκείνη πάλευε να ισορροπήσει στην ενήλικη ζωή της. Μόνο τα στεφάνια τους έλειπαν.

Κοίταξε για μια τελευταία φορά τον κήπο της. Τραγωδία. Φύλλα ξερά προσκυνούσαν μια στείρα γη. Ξερόκλαδα σπασμένα. Ατμόσφαιρα αποπνικτική. Δεν έφταναν οι νεκροί τους, έπρεπε να θυσιάσουν κι ολόκληρη την οικουμένη της χλωρίδας;

Τα άνθη του ονείρου της, στην καλύτερη τους ώρα, την καλούσαν.

– Για εσέ ειμί. Ένας ψίθυρος ακούστηκε.

Τώρα ήξερε… Θα έφτιαχνε ένα στεφάνι από γιασεμί.