Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης έχει χαρακτηριστεί ως «ο κορυφαίος διηγηματογράφος», «ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες», «ο Άγιος των ελληνικών γραμμάτων» και πολλά άλλα παρόμοια εγκωμιαστικά. Και πράγματι φέρει αυτούς τους τίτλους επάξια. Ωστόσο όπως κάθε μεγάλος καλλιτέχνης, έτσι και η γραφή του Κυρ Αλέξανδρου είναι τόσο πολυποίκιλη και δυναμική που σε τραβάει, σε αποπλανεί, σε μαγνητίζει. Αυτή η δύναμη είναι που κάνει συχνά και τέτοιες ταξινομήσεις, τέτοιες «ταμπέλες» να περισσεύουν.

Δεν θα ήταν όμως υπερβολή να κάνουμε λόγο για μια μεγάλη ομάδα διηγημάτων που έχει γράψει και αφορμώνται από τα Χριστούγεννα, την γιορτή που πάλι πλησιάζει και για εμάς. Κι επειδή ο χειμώνας είναι για κουβερτούλα με την σχέση η οποία ίσως λήξει άδοξα το καλοκαίρι μέσω μηνύματος, θα μιλήσουμε για ένα διήγημα που παντρεύει τα δύο καυτά θέματα της περιόδου: Τα Χριστούγεννα και τον έρωτα, ή όπως χαριτωμένα ονομάζει το εν λόγω διήγημα ο συγγραφέας μας «Ο έρωτας στα χιόνια».

«Καρδιά τοῦ χειμῶνος. Χριστούγεννα, Ἅις−Βασίλης, Φῶτα.

Καί αὐτός ἐσηκώνετο τό πρωί, ἔρριπτεν εἰς τούς ὤμους τήν παλιάν πατατούκαν του, τό μόνον ροῦχον ὁπού ἐσώζετο ἀκόμη ἀπό τούς πρό τῆς εὐτυχίας του χρόνους, καί κατήρχετο εἰς τήν παραθαλάσσιον ἀγοράν, μορμυρίζων, ἐνῷ κατέβαινεν ἀπό τό παλαιόν μισογκρεμισμένον σπίτι, μέ τρόπον ὥστε να τόν ἀκούῃ ἡ γειτόνισσα:

− Σεβτάς εἶν’ αὐτός, δέν εἶναι τσορβάς …· ἔρωντας εἶναι, δέν εἶναι γέρωντας.

Τό ἔλεγε τόσον συχνά, ὥστε ὅλες οἱ γειτονοποῦλες ὁπού τόν ἤκουαν τοῦ τό ἐκόλλησαν τέλος ὡς παρατσούκλι: «Ὁ μπαρμπα−Γιαννιός ὁ Ἔρωντας».

Διότι δέν ἦτο πλέον νέος, οὔτε εὔμορφος, οὔτε ἄσπρα εἶχεν. Ὅλα αὐτά τά εἶχε φθείρει πρό χρόνων πολλῶν, μαζί μέ τό καράβι, εἰς τήν θάλασσαν, εἰς τήν Μασσαλίαν.»

Όπως φαίνεται ήδη από την αρχή, πρόκειται για την ιστορία ενός γερασμένου, ενός ανθρώπου που κουβαλάει το δικό του «προπατορικό αμάρτημα». Ένας απλός, ταπεινός και βασανισμένος άνδρας, ο Μπάρμπα-Γιαννιός· από τους ανθρώπους-ναυάγια της ζωής, που μπορεί να συναντήσει κανείς σήμερα σε κάποιο καφενείο να κάθονται σε μια γωνία, ή σε κάποιο αφτεράδικο να είναι χυμένος και μισοκοιμισμένος σε μια καρέκλα στο μπαρ.

Μέσα από πράγματα και πρόσωπα ζωγραφίζεται ιεροτελεστικά η ζωή του, οι ασωτίες του, οι συμπληγάδες του.

«Κανένα δέν εἶχεν εἰς τόν κόσμον, ἦτον ἔρημος. Εἶχε νυμφευθῆ, καί εἶχε χηρεύσει, εἶχεν ἀποκτήσει τέκνον, καί εἶχεν ἀτεκνωθῆ.»

Τα χρόνια λοιπόν περνάνε βασανιστικά. Και νέο βάσανο προστίθεται για τον Μπαρμπα-Γιαννιό: ο έρωτας με την γειτόνισσα (την παντρεμένη).

«Καί εἶχε πέσει εἰς τόν ἔρωτα, μέ τήν γειτόνισσαν τήν Πολυλογού, διά νά ξεχάσῃ τό καράβι του, τάς Λαΐδας τῆς Μασσαλίας, τήν θάλασσαν καί τά κύματά της, τά βάσανά του, τάς ἀσωτίας του, τήν γυναῖκά του, τό παιδί του. Καί εἶχε πέσει εἰς τό κρασί διά νά ξεχάσῃ τήν γειτόνισσαν.»

Κάποια πιο πονηρεμένη από μένα θα αναρωτιόταν εδώ: Πού κολλάνε οι παράνομοι έρωτες με τα Χριστούγεννα; Οι γηραιοί τύποι που βρωμάνε αλκοόλ και ντύνονται περίεργα; Οι ασωτίες της νεότητας οι οποίες στοιχειώνουν κάποιον;

Ο κυρ-Αλέξανδρος καταφέρνει να προσθέσει ένα τεράστιο εσωτερικό βάθος στον ήρωά μας· τον κάνει άνθρωπο, όσο κι αν στα μάτια μας φαντάζει υπάνθρωπος:

«Τήν ἄλλην βραδιάν ἐπανήρχετο, ὄχι πολύ οἰνοβαρής, ἔρριπτε βλέμμα εἰς τά παράθυρα τῆς Πολυλογοῦς, ὕψωνε τούς ὤμους, κ’ ἐμορμύριζεν:

− Ἕνας Θεός θά μᾶς κρίνῃ… κ’ ἕνας θάνατος θά μᾶς ξεχωρίσῃ. Καί εἶτα μετά στεναγμοῦ προσέθετε:

− Κ’ ἕνα κοιμητήρι θά μᾶς σμίξῃ.

Ἀλλά δέν ἠμποροῦσε, πρίν ἀπέλθη νά κοιμηθῇ, νά μήν ὑποψάλῃ τό σύνηθες ᾆσμά του:

Σοκάκι μου μακρύ−στενό, μέ τήν κατεβασιά σου,
κάμε κ’ ἐμένα γείτονα μέ τήν γειτόνισσά σου.»

Λόγια λυρικά και εμπνευσμένα, που μόνο ένας μεθυσμένος θα μπορούσε να προφέρει. Παράλληλα ο έρωτάς του για την γειτόνισσα νομίζω κρύβει περισσότερο τρυφερότητα παρά δολιότητα.

«Τήν ἄλλην βραδιάν, ἡ χιών εἶχε στρωθῆ σινδών, εἰς ὅλον τόν μακρόν, στενόν δρομίσκον.

− Ἄσπρο σινδόνι… νά μᾶς ἀσπρίσῃ ὅλους στό μάτι τοῦ Θεοῦ… ν’ ἀσπρίσουν τά σωθικά μας… νά μήν ἔχουμε κακή καρδιά μέσα μας.»

Ο Μπαρμπα-Γιαννιός ενώ βαίνει όλο και πιο μετωπικά στην αυτοκαταστροφή του, εντούτοις προσδοκά. Προσδοκά να ξαλαφρώσει από όλα αυτά τα βάρη που τον καμπουριάζουν και αδυνατεί πλέον να περπατάει με τρόπο ευθύ. Γνωρίζει κατάβαθα πως το τέλος πλησιάζει, και θα παρουσιαστεί αυτός και όλα τα καμώματά του μπροστά «εἰς τὸ ὄμμα τοῦ Κριτοῦ, τοῦ Παλαιοῦ Ἡμερῶν, τοῦ Τρισαγίου.» Ωστόσο, πλησιάζουν και τα Χριστούγεννα… Ποιά θα είναι λοιπόν η κατάληξη του ήρωά μας; Προλαβαίνει να μην εμφανιστεί στην γιορτή γυμνός και βρώμικος;

Το τέλος είναι κατά την γνώμη μου συγκλονιστικό και βαθιά συγκινητικό, oπότε απουσιάζουν τα σπόιλερ.

Πολλές φορές μέσα στις ανέσεις μας, με το ζεστό καλοριφέρ και το σπίτι γεμάτο με ανθρώπους, λησμονούμε τις δυσκολίες διπλανών μας ανθρώπων. Και ένας από τους μεγαλύτερους σταυρούς που μπορεί να ανατεθεί σε κάποιον/α, είναι να μείνει μόνος κι απόμονος. Το παιδί στο σχολείο που κάθεται στην άκρη του προαυλίου στο διάλειμμα, ο συμφοιτητής από την επαρχία που δεν καταφέρνει να βρει τα πατήματά του στην πόλη, η κατάκοιτη γιαγιά που τα παιδιά της την έχουν παρατήσει. Όλοι αυτοί κραυγάζουν για μια καλή κουβέντα, ένα χάδι, ένα χαμόγελο, γιατί όχι και κάποια κάλαντα;

Στο πρόσωπο του Μπαρμπα-Γιαννιού συνοψίζονται όλοι εκείνοι οι άνθρωποι που μέσα τους έχουν ένα σπήλαιο κενό, βουβό, υγρό. Αλλά σε τέτοιο σπήλαιο δεν αποφάσισε να γεννηθεί ο Αιώνιος Βασιλιάς;

Καλά Χριστούγεννα.

 


Το διήγημα μπορείτε να το βρείτε εδώ: Πατήστε εδώ

Άμα όμως είστε μερακλήδες αναγνώστες θα το βρείτε σε αυτό το μεγάλο τούβλο-βιβλίο:  Α. Παπαδιαμάντης, «Ο έρωτας στα χιόνια», Απάντα ΙΙΙ, επιμ. Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος, Αθήνα, Δόμος, 1989, σσ. 105−110

Κι αν είστε ακουστικοί τύποι και δη της καλής ακρόασης, μπορείτε και να το απολαύσετε από την μοναδική Σαπφώ Νοταρά εδώ: Πατήστε εδώ

Για την ερωτική διάσταση στο έργο του Παπαδιαμάντη μπορείτε να διαβάσετε αυτό: Πατήστε εδώ