«Δυο καράβια πάνε Σμύρνη και Κορδελιό…!
Πάμε παιδιά να φύγουμε στον τόπο μας να πάμε εκεί που γεννηθήκαμε, εκεί που αγαπάμε. Και ‘σεις άστρα που βασιλεύετε μεσ’ την Μικρά Ασία πάρτε μου χαιρετίσματα και στην γλυκιά πατρίδα…»
Το τραγούδι αυτό για την πατρίδα – τη Μικρασία – που το ‘λεγε η γιαγιά μου η Αννίτσα μ’ όλο καημό και πίκρα, το ένιωθα να μας ακολουθεί σαν υπόκρουση σ’ ολόκληρο ταξίδι ανάμεσα σε Χίο και Τσεσμέ – πάνω στο καράβι που μας περνούσε απέναντι.
Σάββατο πρωί, 29 Αυγούστου 1992, 70 χρόνια μετά, ελάχιστοι οι Έλληνες επιβάτες, αρκετοί οι ξένοι. Προορισμός των περισσότερων η Σμύρνη και οι αρχαιότητες της Εφέσου – ή και τα «δερμάτινα» σε συμφέρουσες τιμές…
Όσο για μας…επιλέξαμε τη χερσόνησο της Ερυθραίας για ένα προσκύνημα στη γη των πατέρων μας, για να νιώσουμε, να βάλουμε το δάχτυλο «επί τον τύπο των ήλων…»
Οι αισθήσεις σε συναγερμό & τα μάτια ν’ αναζητούν αγναντεύοντας ν’ αναγνωρίσουν τα λατρεμένα μέρη καθώς απομακρυνόμαστε από τη Χίο. Μπαίνοντας μέσα στο λιμάνι του Τσεσμέ διακρίνονται τα πρώτα ελληνικά σπίτια με τ’ ακροκέραμα και τους μαιάνδρους, τα ρόπτρα και τις περίτεχνες σιδεριές, όλα αυτά που γράφουν την Ιστορία των Ελλήνων που εξακολουθεί να είναι παρούσα στη μικρασιατική γη: μια πραγματικότητα που επαληθεύεται σε κάθε βήμα για όποιον επιχειρεί ένα παρόμοιο ταξίδι.
Πλησιάζοντας στην πρωτεύουσα της Ιωνίας τα αισθήματα ανάμεικτα συγκρούονται στο αντίκρυσμα του Μέλη Ποταμού, της ερειπωμένης εκκλησίας του Προφήτη Ηλία πάνω στο λόφο. Έχοντας διασχίσει επί 15 λεπτά την «Στρατιά του Αιγαίου», ένα επιβλητικό στρατόπεδο έξω από τη Σμύρνη, σημαιοστολισμένο για την επέτειο της νίκης…Και στις δικές μας καρδιές χτύπαγαν καμπάνες, μα ήταν πένθιμες γι’ αυτή τη γη που χάθηκε.
Η είσοδός μας μες την πόλη προβληματική, χάος, ώρα κυκλοφοριακής αιχμής και το «νέφος» να εμποδίζει να διακρίνουμε το Κορδελιό.
Η παραλία, το Και [1], οι φοίνικες, η γκρίζα θάλασσα, ο κόλπος της Σμύρνης.
Από το ξενοδοχείο μπορούσαμε ν’ ατενίσουμε τα τρία περίπου χιλιόμετρα προκυμαίας, όπου… «συνωστίσθηκαν» εκατοντάδες χιλιάδες πρόσφυγες εδώ και εβδομήντα χρόνια στην ύστατη προσπάθεια φυγής και διάσωσης.
«Φτάνουμε πάλι στο ακρογιάλι, στο Και. Αχ παρθένα μου! Εδώ τα πράγματα έχουν αγριέψει. Τα πόδια μας πια δεν πατάνε γης. Ό,τι έχει πάρει ο καθένας, μα πολύτιμο ήτανε μα απαραίτητο, το ‘χει πετάξει. Βλέπεις μπόγους, μπαούλα, τσουβάλια γεμάτα, μηχανές, βαλίτσες, πτώματα, ακόμα και αρρώστους, που οι δικοί τους είχανε πάρει μαζί για να τους σώσουν και μην μπορώντας πια να σηκώσουν, τους άφησαν. Τα κτήρια καίγονται, οι Τούρκοι με σπαθιά και μαχαίρια χτυπούν δίχως να διαλέγουν. Ο κόσμος τρέχει, τρέχει τσαλαπατώντας τα πάντα. Σπαρακτικές φωνές. Είναι πολλοί που πέφτουν στη θάλασσα με την ελπίδα να σωθούν. Μπαίνουν, αν βρούνε πλεούμενο, αλλά σκαρφαλώνουν τόσοι που αμέσως αναποδογυρίζει. Οι πνιγμένοι είναι τόσοι πολλοί, που εγώ νομίζω ότι, αν περπατήσει κανείς απάνω τους, θα πάει στα καράβια. Αλλά τα καράβια είναι μακριά και να φτάσει κανείς ως εκεί, δεν τον παίρνουν. Τους σπρώχνουν ξανά πίσω και αν επιμένουν, τους πυροβολούν ή τους χύνουν νερά. Είναι, βλέπετε, σύμμαχοι των Τούρκων. Περιορίζονται να βγάζουν ταινίες και φωτογραφίες…» [2]
Χρόνια είχαμε στα μάτια αυτή την εικόνα της παραλίας της Σμύρνης: δύσκολο να την αντικαταστήσεις με την τωρινή. Πανύψηλα μοντέρνα κτήρια (που έχουν σφραγίσει ανεπανόρθωτα το περιβάλλον) που κάνουν τον παραλιακό δρόμο (πλάτους 18 μέτρων) να δείχνει στενότερος.
Κοιτάζαμε την προκυμαία και νιώθαμε καθηλωμένοι στο θέαμά της. Δεν το χωρούσε το μυαλό μας πως εμείς βρισκόμασταν στη Σμύρνη ελεύθεροι τουρίστες…
Και μια ενοχή σαν να μας έπνιγε: ενοχή γιατί δεν πεινούσαμε, δεν διψούσαμε, δεν μας κυνηγούσε κανείς – όπως εκείνους, τους δικούς μας ανθρώπους που ‘φύγαν μ’ ένα παπούτσι από την παραλία.
Όμως έπρεπε να μην χάνουμε καιρό, να μη θολώσουν τα μάτια από την πίκρα και τη συγκίνηση, να μπορέσουμε να δούμε, ν’ αποτυπώσουμε, να καταγράψουμε ό,τι έμεινε από τη Σμύρνη εκείνων των χρόνων…
Η Γκιαούρ Ιζμίρ των Τούρκων (και όμως) το δίστιχο των προσφύγων έλεγε:
«Σμύρνη δεν ήσουν Τούρκισσα, δεν ήσουν του Κεμάλη, μόνο σε παραδώσανε προδότες και ρουφιάνοι» [3].
Όπως είναι εύλογο, ο σημερινός χάρτης της Σμύρνης δεν θυμίζει σε τίποτα εκείνον του 1922 τον πριν απ’ τη φωτιά.
Το Κορδελιό έχει διατηρήσει την παλιά τουρκική ονομασία του: είναι το Καρσίγιακα. «Μόνο εσείς το λέτε πια Κορδελιό – κι η μάνα μου», μας λέει νοσταλγικά η κυρία Νεβίν, η τουρκοκρητικιά που όταν μας άκουσε να μιλάμε ελληνικά μας πλησίασε για να μας βοηθήσει μήπως θέλαμε τίποτε…Η κυρία Νεβίν χαίρεται που βλέπει Έλληνες, που μπορεί να μιλάει ελληνικά με την κρητική προφορά τα καλοκαίρια κι ας γεννήθηκε στη Σμύρνη πριν πενήντα τέσσερα χρόνια, όπως η μητέρα μου στη Νέα Ερυθραία, που όταν χωρίζουμε μας φιλάει σταυρωτά δακρυσμένη…
Η Πούντα της παλιάς Σμύρνης είναι το σημερινό Αλσαντζάκ. Το Και το Ατατούρκ Καντεσί και η Παράλληλος το Τζουμχουριέτ Μπουλβαρί. Στη θέση των κυριότερων ελληνικών συνοικιών που κάηκαν, το τεράστιο πάρκο, όπου γίνεται κάθε Αύγουστο η διεθνής έκθεση της Σμύρνης – κι όπου λαμπάδιασαν κάποτε τ’ άσπιλα κουρτινάκια με τον φιλντιρέ και τ’ άλλα πιτσίλια [4] στο σπίτι της Θείας Στάσας… Στην Πούντα, κοντά στο παλιό ρολόι του σταθμού του Αϊδινίου, η αγγλικανική εκκλησία και κάποια σπίτια δυτικότροπης αρχιτεκτονικής, αποτελούν μία υπόμνηση της άλλοτε έντονης αγγλικής παρουσίας.
Όμως, οι ελληνικές μνήμες δεν έχουν χαθεί εντελώς από τη σημερινή πόλη. Σήμερα υπάρχουν συστάδες ελληνικών σπιτιών στο Γκιόζτεπε στην Πούντα, τη Μπελλαβίσια, τον Άγιο Ιωάννη τον Πρόδρομο και στον επάνω μαχαλά…
Σεργιανίζοντας τους κάθετους δρόμους της παραλίας και αντικρίζοντας τα σμυρνέικα σπίτια του περασμένου αιώνα θαρρείς πως θα βγουν οι άνθρωποί τους στα μπαλκόνια να σου μιλήσουν, όπως τότε…
«Είχαν ένα συνήθειο στη Σμύρνη, να τρώνε με τις πόρτες ανοιχτές. Τα σπίτια ήταν διώροφα, πάντα υπερυψωμένα, με τρία – τέσσερα σκαλάκια και οι πόρτες τους έμπαιναν λίγο μέσα, ώστε το χειμώνα να μην βρεχόσουν μέχρι να σου ανοίξουν. Όταν άνοιγε η πόρτα, αμέσως ήταν η τραπεζαρία. Λοιπόν, τα βράδια έβλεπες τις οικογένειες μαζεμένες τριγύρω σε φρεσκοσιδερωμένα, λινά, άσπρα τραπεζομάντηλα και η υπηρέτρια απαραίτητη – με μαύρο φόρεμα, άσπρη ποδίτσα και μπονεδάκι στο κεφάλι – έφερνα τα φαγιά στο τραπέζι και έδινε σιωπηλά σε μια άλλη, βοηθό, ό,τι περιττό υπήρχε. Τα σερβίτσια άστραφταν και τα ποτήρια ήταν πάντα ακριβά, κολονάτα. Συναγωνιζόντουσαν στη γειτονιά για την καλύτερη εμφάνιση…» [2].
Τώρα τα ελληνικά σπίτια αναστηλώνονται και χρησιμεύουν για εστιατόρια, μπαρ πολυτελείας, σχολές χορού, ιδιωτικά νηπιαγωγεία.
Η προκυμαία της Σμύρνης, που διαμορφώθηκε όπως περίπου είναι σήμερα από το 1875, ήταν άλλοτε στρωμένη με τετράγωνες πλάκες από τη Σικελία. Κάποια από τα εντυπωσιακά κτήρια που κατασκευάστηκαν τότε σώζονται ακόμη: ανάμεσά τους το ελληνικό προξενείο και το σπίτι όπου έμενε ο Ατατούρκ όταν πήγαινε στη Σμύρνη.
Το ελληνικό προξενείο στη Σμύρνη. Πηγή: Υπουργείο Εξωτερικών
Μπορεί το ιππήλατο τραμ της παραλίας να εξαφανίστηκε – το τραμ ήταν σε ράγες επάνω, αλλά το τραβούσαν δύο άλογα με κουδουνάκια – υπάρχουν όμως ακόμη τα αμαξάκια, όπως στην Κηφισιά.
Το μεταφορικό μέσο που θυμίζει άλλες εποχές είναι τα καραβάκια που συνδέουν τη Σμύρνη με τα προάστια. Όπως τότε και τώρα πηγαινοέρχονται τα καραβάκια Σμύρνη – Κορδελιό, «δύο καράβια πάνε Σμύρνη και Κορδελιό δεν είδαν τα ματάκια μου, τζάνεμ, σαν τ’ Αϊβαλί χωριό…» που λέει και το τραγούδι…
Συνεχίζοντας περνάμε από το σημείο που ήταν ο περίλαμπρος ναός της Αγίας Φωτεινής, σήμερα βρίσκεται σ’ αυτή τη θέση ένα μοντέρνο γλυπτό, μια μεταλλική σφαίρα…ο συσχετισμός στη σκέψη μας αναπόφευκτος…
Πιο πάνω, το εντυπωσιακό ελληνικό οικοδόμημα, το σημερινό Ατατούρκ Λιτσεσί, παράρτημα της Ευαγγελικής Σχολής της Σμύρνης, που στην ταράτσα του διέθετε και πλανητάριο…
Πολύ θα θέλαμε να υπήρχε το ιππήλατο τραμ της Σμύρνης, να κάναμε ένα σεργιάνι σ’ όλα τα προάστια της Σμύρνης στο παρελθόν: Καρατάσι, Γκιοζτεπέ…
Αφήνοντας τη Σμύρνη, τάξαμε να επισκεφθούμε στην Αττική γη την Αγία Φωτεινή της Νέας Σμύρνης όπου έχει τοποθετηθεί από παλιά το θαυμάσιο ξυλόγλυπτο τέμπλο του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου. Πάντως, στο μέρος της μεταλλικής σφαίρας προσευχηθήκαμε κρυφά – από μέσα μας.
Και τι παράξενη αίσθηση, φτάνοντας στον Πειραιά; Νιώθαμε τη Σμύρνη να μας κοιτάζει δακρυσμένη από την άλλη μεριά του Αιγαίου.
Παραπομπές/Παρατηρήσεις
[1]: Και < quai (αποβάθρα στα γαλλικά)
[2]: Απόσπασμα από: «Τα τετράδια της Ανζέλ Κουρτιάν (μνήμες από τη Μικρασία, 1915-1924)», Πλέθρον Μαρτυρίες Β’ έκδοση, Αθήνα 1980.
[3]: Διασώζεται και προγενέστερη έκδοση: «Σμύρνη δεν ήσουν Τούρκισσα, δεν ήσουν του Κεμάλη, μόνο σε παραδώκανε οι Ιταλοί κι οι Γάλλοι»
[4]: Πιτσίλια = εργόχειρα με το βελονάκι
Το κείμενο της Αναστασίας Καρακούλη «70 χρόνια μετά: Ένα οδοιπορικό των “Απόψεων” στις Χαμένες Πατρίδες» δημοσιεύτηκε αρχικά στην εφημερίδα «Απόψεις στη Νέα Ερυθραία» τον Οκτώβριο του 1992 (φύλλο 80ο).