Με την τεχνική πρόοδο και τις νέες δυνατότητες που μας δόθηκαν έχουμε αποκτήσει όλοι παρόμοιες συνήθειες. Και οι συνήθειες που έχουμε είναι ένα θέμα που πρέπει να αντιμετωπίζουμε σοβαρά καθώς καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον χαρακτήρα μας και την εξέλιξή του. Όλοι, ακόμα και αν δεν το συνειδητοποιούμε πάντα, από τις απόψεις μας, το ύφος μας, το ντύσιμό μας, ακόμη και από τις μικρότερες συνήθειες της καθημερινότητάς μας, εκφράζουμε μία άποψη για τον κόσμο και το νόημα του. Είμαστε φορείς νοήματος, είμαστε προσωπικότητες.

 

Σπείρε μια πράξη,

θέρισε μια συνήθεια

 

σπείρε μια συνήθεια,

θέρισε ένα χαρακτήρα

 

σπείρε ένα χαρακτήρα

θέρισε ένα πεπρωμένο.

 

-Φράνσις Ε. Γουίλαρντ

 

Το σημερινό λαιφσταιλ σε συνάρτηση και με την τεχνική πρόοδο καθίσταται όλο και περισσότερο αντι-ανθρώπινο. Και οι συνήθειές μας, το ίδιο. Μερικές φορές το αντίδοτο σε αυτό μπορεί να βρίσκεται στο παρελθόν. Στις συνήθειες του παρελθόντος.

Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν εκτιμούμε τα επιτεύγματα της τεχνικής προόδου, ούτε ότι στεκόμαστε φοβισμένοι απέναντι τους (όπως θέλουν να πιστεύουν οι υπερμοντέρνοι), αλλά ότι συνειδητοποιούμε ότι το νέο δεν είναι πάντα καλύτερο και ότι το παλιό δεν είναι πάντα χειρότερο.

Το ίδιο ισχύει και για τις συνήθειες. Υπήρχαν παλιότερα κάποιες συνήθειες που άξιζαν και που ήταν περισσότερο ανθρώπινες. Είχαν ένα νόημα, μια αμεσότητα και μία ομορφιά που λείπει σήμερα.

Ποιές είναι όμως αυτές οι συνήθειες, και για ποιό λόγο αξίζει να τις επαναφέρουμε στη ζωή μας;

Η επικοινωνία με αλληλογραφία

Δεν θα αναλύσουμε τα αρνητικά των social media στο κομμάτι της  επικοινωνίας καθώς εκθεσίζει επικίνδυνα. Θα διαπιστώσουμε μόνο τα θετικά της επικοινωνίας με τους πατροπαράδοτους τρόπους, όπως η αλληλογραφία.

Ένας άλλος τρόπος ήταν μέσω τηλεφώνου, που αξίζει και αυτό την τιμητική του σε αυτό το άρθρο, όμως δεν μπορώ να πω ότι δεν υφίσταται σήμερα. Παρά τα social media, το τηλέφωνο διατηρεί ακόμη και σήμερα την αίγλη του. Έχουμε ακούσει όλοι ιστορίες από μεγαλύτερους για το πώς ξημεροβραδιάζονταν πάνω από ένα τηλέφωνο. Φαινομενικά σκεφτόμαστε ότι είναι ο ορισμός της σχολαστικότητας και της φλυαρίας. Και ίσως να είχε μερικές φορές τέτοια χαρακτηριστικά. Ωστόσο, προσωπικά θεωρώ ότι είναι πιο ανθρώπινη η φλυαρία του καφενείου ή έστω του τηλεφώνου, παρά των μηνυμάτων. Υπάρχει αλληλεπίδραση προσώπων, είτε face to face είτε μέσω της ομιλίας. Ενώ τα μηνύματα είναι η χαρά του απρόσωπου.  Με λίγα λόγια, εάν υπήρχε ο θεός της φλυαρίας σήμερα, θα είχε σίγουρα λογαριασμό στα social media, όχι αριθμό τηλεφώνου.

Θα σκεφτείτε τώρα: αφού λες ότι τα μηνύματα είναι απρόσωπα, το ίδιο δεν ισχύει και για την αλληλογραφία;

Όχι. Δεν ισχύει το ίδιο.

Η αλληλογραφία έχει τη δυνατότητα να γίνει έργο τέχνης! Ο συνδυασμός γραφικού χαρακτήρα, χρώματος και ακόμα και μυρωδιάς που αποτελούν την υλική υπόσταση του γράμματος, κάθε άλλο παρά απρόσωπο χαρακτήρα δεν έχει. Και οφείλω να ομολογήσω σε αυτό το θέμα έχω πειστεί αρκετά. Όσο και αν στην αρχή μου φάνηκε υπερβολικά ρομαντικό.

“Το τηλεφώνημα είναι αυτοσχέδιο και θα είναι πάντα ατελές”, γράφει ο Μωρουά, ενώ στην επιστολή όλα προβάλλονται “σε μία ολοκληρωμένη μορφή στα χέρια σου” (1).

“Ο Συρανό, ντροπαλός μπροστά στη Ρωξάνη επειδή θεωρεί ότι είναι άσχημος, γράφει με το όνομα του όμορφου Κριστιάν επιστολές που προετοιμάζουν την επίθεση και αφοπλίζουν τη συστολή. Μολονότι η Ρωξάνη το αγνοεί, ο συγγραφέας των επιστολών με τον οποίο είναι ερωτευμένη δεν είναι ο Κριστιάν αλλά ο Συρανό”, γράφει παρακάτω ο Μωρουά. Λίγο πιο ρομαντικό από fake accounts τουλάχιστον.

Όμως πέρα από τα ερωτικά γράμματα, μέσω επιστολών έχουν πραγματοποιηθεί φιλοσοφικές συζητήσεις, ιστορικά γεγονότα που αλλιώς δεν θα καταγράφονταν, ακόμα και σκακιστικές παρτίδες που έμειναν στην ιστορία (2). Και όλα τα παραπάνω έχουν μετατραπεί σε πολλές περιπτώσεις σε ολόκληρα βιβλία. (3)

Δεν υποστηρίζω ότι πρέπει να αρχίσουμε να στέλνουμε γράμματα ερωτικής εξομολόγησης ή ιστορίες από τον καιρό της καραντίνας αλλά ένα γράμμα σε κάποιον που μένει μακριά ή ένα γράμμα ευγνωμοσύνης σε κάποιον που μας ευεργέτησε, ίσως δηλώνει και ένα επιπλέον ενδιαφέρον με ένα προσωπικό αποτύπωμα.

Η διαδικασία της συλλογής

Η διαδικασία της συλλογής είναι μία ανθρώπινη συνήθεια που υπάρχει αιώνες. Τον 19ο αιώνα οι περισσότεροι συλλέκτες ήταν αριστοκράτες, καθώς οι συλλογές αποτελούσαν και ένα σύμβολο στάτους. Οι συλλογές αυτές αποτελούνταν από βιβλία, απολιθώματα, κοσμήματα, ζωγραφικούς πίνακες, αγαλματίδια και άλλα αντικείμενα.  Μάλιστα οι αριστοκράτες συλλέκτες της βικτωριανής εποχής είχαν ένα δωμάτιο που το αποκαλούσαν “ντουλάπι της περιέργειας” (cabinet of curiosities) το οποίο χρησιμοποιούσαν για την έκθεση και αποθήκευση των συλλεκτικών αντικειμένων τους. Πολλά από αυτά τα δωμάτια αργότερα συνέβαλαν στην ίδρυση των πρώτων μουσείων στην Ευρώπη. (4)

Αργότερα όμως, η δυνατότητα συλλογής δόθηκε και στο ευρύ κοινό. Ήδη από τον 20ο αιώνα οι συλλέκτες πολλαπλασιάστηκαν και η διαδικασία της συλλογής έγινε μία συνήθεια. Οι πιο συχνές ήταν αυτές των γραμματοσήμων, των κόμικ, των βινυλίων, των cd και dvd δίσκων, των τηλεκαρτών, των νομισμάτων αλλά και άλλων αντικειμένων.

Με την εξέλιξη στον χώρο της τεχνολογίας, η διαδικασία της συλλογής ως συνήθεια εξαφανίστηκε. Τα άλμπουμ με φωτογραφίες, οι συλλογές μουσικών δίσκων, οι συλλογές ταινιών σε κασέτες ή dvd κτλ έχουν μειωθεί σημαντικά.

Η μαγεία της συλλογής έγκειται σε αυτή τη κτητικότητα, την απτή νοσταλγία και τη σχέση του κατόχου με τη συλλογή του, αλλά και στην ίδια τη διαδικασία να συλλέγεις. Και αυτή είναι που έχει χαθεί. Ιστορίες συλλεκτών, όπως ο πατέρας μου, για το πώς μάζευαν τηλεκάρτες για παράδειγμα, μου κέντριζαν το ενδιαφέρον από μικρό. “Περιμέναμε”, μου είχε πει, “έξω από τηλεφωνικούς θαλάμους, μήπως αυτοί που έπαιρναν τηλέφωνο (τότε με τηλεκάρτες), ξεχνούσαν μέσα κάποια τηλεκάρτα φεύγοντας, και ίσως βρίσκαμε καμιά σπάνια”. Η συλλογή δηλαδή, αποτελούσε και μία συλλογή αναμνήσεων αυτή καθεαυτή.

Αυτό είναι και μία πάσα όμως, να αναφέρουμε και κάτι ακόμα. Οι συλλογές κάποτε αποτελούσαν και μία ωραία αφορμή να γνωριστείς με άλλους συλλέκτες. Γνώριζες ανθρώπους που ίσως το μόνο σας κοινό να ήταν η συλλογή, αλλά γινόσασταν φίλοι χρόνων.

Η εξαφάνιση των συλλογών συνδέεται κατά τη γνώμη μου βέβαια και με την έλλειψη ενδιαφερόντων σήμερα. Οι άνθρωποι με ενδιαφέροντα όλο και περισσότερο σπανίζουν. Όμως αυτό είναι ένα αμφιλεγόμενο θέμα για άλλο κείμενο. Πάντως, σίγουρα όταν οι άνθρωποι συνέλεγαν, μάθαιναν πολύ καλύτερα για τα αντικείμενα που μάζευαν. Για παράδειγμα, όταν μάζευαν ζωγραφικούς πίνακες, ήξεραν τους ζωγράφους απ’έξω και ανακατωτά, ενώ σήμερα ζήτημα αν ξέρουμε κανέναν πέρα από τον Πικάσο, τον Νταλί και τον Ντα Βίντσι.

Παρόλα αυτά οι συλλογές και σήμερα δεν έχουν εκλείψει εντελώς – ευτυχώς. Πολλοί μαζεύουν για παράδειγμα φιγούρες funko pop.  Και μικρότεροι, οι περισσότεροι από εμάς, μαζεύαμε αυτοκόλλητα panini (τα καλύτερα ήταν των μουντιάλ και γιούρο). Για να μη θυμηθούμε και τι παζάρια έπεφταν στα προαύλια για να ολοκληρώσουμε τη συλλογή μας.

Δεν έχουμε λοιπόν παρά να  ξεκινήσουμε και εμεις μία συλλογή και θα εκπλαγούμε από την αίσθηση που θα μας προκαλεί. Ένας συνδυασμός πληρότητας και ανικανοποίητου. Ωστόσο και αυτό θέλει ρέγουλα προφανώς. Δεν είναι λίγοι αυτοί που καταστράφηκαν οικονομικά από το “μικρόβιο του συλλέκτη”.

Η ανάγνωση εφημερίδας

 

Είμαι σίγουρος ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν βρίσκουμε λόγο να αντικαταστήσουμε την ενημέρωση από τα site (όταν αυτή υπάρχει τουλάχιστον) με την ενημέρωση από τις εφημερίδες. Όμως ξεγελιόμαστε. Υπάρχουν λόγοι που είναι καλύτερο να διαβάζεις ειδήσεις από εφημερίδα, αλλά εξωτερικά μας φαίνονται σχετικά απλοί και ανούσιοι. Στην πραγματικότητα όμως κάνουν την διαφορά.

Πρώτα από όλα είναι η υλική της φύση, που είναι κοινό χαρακτηριστικό και στις παραπάνω συνήθειες. Και σε αυτή τη περίπτωση η αφή και η υλική υπόσταση παίζουν μεγάλο ρόλο.

Ταυτόχρονα πρέπει να αφιερώσεις συνειδητά κάποιο χρόνο για να αράξεις και να διαβάσεις την εφημερίδα – όπως ένα βιβλίο. Συγκεντρώνεσαι δηλαδή στην ενημέρωσή σου και την αντιμετωπίζεις ως κάτι σοβαρό και χρήσιμο, όντας ένα πρόσωπο εντός μιας κοινωνίας και ενός κόσμου που οφείλει να γνωρίζει τι συμβαίνει γύρω του.

Δεν μπορούμε να πούμε ότι το ίδιο συμβαίνει και με τα σάιτ  ενημέρωσης.Και αυτό γιατί η εφημερίδα, είναι και ένα αντίδοτο στην αρρώστια του distraction (της απόσπασης της προσοχής) που κυριαρχεί στα σάιτ και γενικότερα στο ίντερνετ. Η εφημερίδα δεν είναι ένας ατέλειωτος ωκεανός από πληροφορία που δεν τελειώνει ποτέ. Είναι μετρημένη. Και λόγω του περιορισμού αυτού, ο αναγνώστης δεν βομβαρδίζεται από υπερπληροφόρηση. Επίσης προέχουν οι σοβαρές ειδήσεις και ο αναγνώστης διαβάζει για αυτές και όχι για τον κάθε πικραμένο influencer και τα ταξίδια του στα Ντουμπάι (στις καλές εφημερίδες). Παλιότερα μάλιστα, που δεν είχαν τόσο το θέμα της υπερπληροφόρησης και οι άνθρωποι είχαν ανάγκη περισσότερη πληροφορία, καταβρόχθιζαν κάθε γωνιά της εφημερίδας που αγόραζαν. Ακόμη και σήμερα, υπάρχουν άνθρωποι (ακόμα και μεγάλοι πολιτικοί ή επιχειρηματίες) που διαβάζουν εφημερίδα το πρωί, διατηρώντας την συνήθεια που απέκτησαν νεότεροι και παραμένοντας επαρκώς ενημερωμένοι.

Έτσι η ενημέρωσή μας μπορεί να ξαναγίνει κάπως πιο ουσιώδης και βαθιά, περιορίζοντας από το οπτικό μας πεδίο την βλακεία που κυκλοφορεί.

Και ύστερα από λίγο καιρό, εγγυώμαι ότι η εφημερίδα της Κυριακής με τον πρωινό καφέ, θα γίνει η αγαπημένη σας συνήθεια.

Η ψηλαφητή σχέση με τη μουσική

Αν ξανακούσω κάποιον να κοροϊδεύει αυτούς που αγοράζουν πικάπ, θα του κάνω μήνυση.

Οι ανυποψίαστοι αυτοί άνθρωποι, δεν κατανοούν την αξίας της υλικής σχέσης με τη μουσική. Ακόμα και εγώ που ανήκω στην Gen Z (σε αυτήν ανήκουν αυτοί που γεννήθηκαν κατα την περίοδο 1997-2012), που το Youtube και το Spotify τα χρησιμοποιώ καθημερινά, σέβομαι και αναγνωρίζω την ανωτερότητα του βινυλίου και του cd δίσκου.

Χαρακτηριστική ιστορία είναι και αυτή του παππού μου, που αγόρασε  έναν δίσκο κλασικής μουσικής (λογικά του Μπαχ που ήταν και ο αγαπημένος του) και μαζεύτηκε όλη η οικογένεια και οι φίλοι της γειτονιάς του σπίτι του, και άκουσαν όλοι μαζί τον δίσκο στο σαλόνι. Και μάλιστα δεν κάνανε άλλες δουλειές την ώρα που έπαιζε, ούτε μιλούσαν μεταξύ τους! Σήμερα φαίνεται περίεργο, όμως οι τύποι σεβόντουσαν την τέχνη και απολάμβαναν να τη μοιράζονται με τους γύρω τους.

Το να ακούσεις ένα βινύλιο πρώτα απ’όλα αποτελεί “τελετουργία”. Και αυτήν ακριβώς μας περιγράφει παρακάτω ο Ραφαήλ Μιχαηλίδης, ο οποίος γνωρίζει περισσότερα και για το βινύλιο και για τη μουσική γενικότερα και μπορεί να αποτυπώσει με μεγαλύτερη ακρίβεια αυτή τη διαδικασία.

“Από περιγραφές παλαιότερων επαγγελματιών μουσικών, διαπίστωσα πως η μαγεία του βινυλίου είναι αναντικατάστατη, γι’ αυτό άλλωστε και το αγοραστικό κοινό επιστρέφει σε αυτό!

Οι λόγοι δεν περιορίζονται μόνο στη νοσταλγία μιας άλλης εποχής, αλλά αποκτούν και διάσταση καλλιτεχνική. Η ακρόαση ενός δίσκου είναι μια ιεροτελεστία… Ανοίγεις το λαμπατέρ, βάζεις τον δίσκο στο πικ-απ, κάθεσαι χαλαρός στον καναπέ και διαβάζεις παράλληλα τον στίχο…

Αντίθετα σήμερα, στους γρήγορους ρυθμούς μιας αγχώδους ζωής, κάνουμε τα πάντα νευρικά! Θα προχωρήσουμε το κομμάτι απευθείας στο σημείο που μας αρέσει, στο σόλο που μας ενθουσιάζει και έτσι θα  προσπεράσουμε το κομμάτι πρόχειρα, αγνοώντας πλήρως τον χαρακτήρα του, την ατμόσφαιρα και άλλα εκφραστικά χαρακτηριστικά.

Όταν με ηρεμία ακούς έναν ολόκληρο δίσκο, κάτι που προσφερόταν μόνο από το βινύλιο (που υπερτερούσε σε ποιότητα ήχου το ψηφιακό CD στα πρώτα του βήματα), ταυτίζεις τα κομμάτια με τις διάφορες πτυχές της δικής σου ζωής, αποκτάς μουσική άποψη για το τι σου αρέσει και τι όχι, και διαμορφώνεις εν τέλει τη δική σου αισθητική.

Τέλος, δεν συμμετέχει μόνο η αίσθηση της ακοής! Αρχικά, βλέπεις το εξώφυλλο του δίσκου (που πολλες φορές είναι πίνακες ζωγραφικής,  π.χ. Pink Floyd – Division Bell (5)), τον δίσκο να γυρνάει στο πικάπ, τους στίχους και τον χώρο. Σε δεύτερο επίπεδο η αφή είναι ιδιαίτερα σημαντική, αφού αγγίζεις τον δίσκο, τον βγάζεις από τη θήκη και τον βάζεις στο πικ-απ.

Η διαδικασία αυτή απαρτίζεται από πολλά μικρά αρμονικά στοιχεία, όπως αυτά που περιέγραψα, που όταν εναρμονίζονται μεταξύ τους διαμορφώνουν αυτή την υπέροχη “ιεροτελεστία” και αποδίδουν την πρέπουσα τιμή στον καλλιτέχνη. Είμαστε ευγενικοί απέναντί του και ακούμε ό,τι έχει να μας πει. Έτσι διαμορφώνεται και η δική μας κρίση.

Τα παραπάνω θα μπορούσαμε να τα πούμε και για το cd με μερικές διαφορές. Και το cd έχει αφήσει το δικό του στίγμα, αδιαμφισβήτητα.

Κατ’ επέκταση θεωρώ λοιπόν, ότι στερούμαστε αυτής της σχέσης με τη μουσική. Δεν βιώνουμε τη μουσική όπως τότε. Όπως λέει και ο πατέρας μου: “Τότε κοιμόσουν αγκαλιά με τον αγαπημένο σου δίσκο”.

Μία επίσκεψη στο δισκάδικο της γειτονιάς ίσως ανανεώσει και αναβαθμίσει τη σχέση μας με τη μουσική.

Οι μέθοδοι έρευνας και αποδελτίωσης

 

Καλή και χρυσή η wikipedia. Όλοι (μπορεί και όχι όλοι) έχουμε βγάλει με τη βοήθειά της εργασία το προηγούμενο βράδυ από την παράδοση. Και όχι μόνο η wikipedia αλλά και εκατομμύρια άλλα site μας προσφέρουν γνώση (τεκμηριωμένη μάλιστα – κάποιες φορές) σε ελάχιστο χρόνο.

Καλά όλα αυτά, όμως παραδόξως η γνώση αφομοιώνεται δυσκολότερα σήμερα από τους ανθρώπους. Κατά πλειονότητα (ειδικά οι νέοι) είμαστε ημιμαθείς (και εμείς που λέμε τους άλλους ημιμαθείς, επίσης). Παίζει ρόλο και το μέγεθος της πληροφορίας που είναι προσβάσιμο μέσω του ίντερνετ, αλλά όχι μόνο.

Φταίει και η υπερβολική ευκολία που μας έχει δοθεί. Γιατί στερείται την ευκαιρία του βιώματος. Θα το καταλάβουμε καλύτερα αυτό μέσα από μία ιστορία που θέλω να σας διηγηθώ.

Ας υποθέσουμε ότι βρίσκομαι σε ένα γνωστό πολυκατάστημα της Αθήνας πριν μερικά χρόνια. Ύστερα από ώρες ξεφυλλίσματος κάθε είδους βιβλίων, ανακάλυψα ένα καλογραμμένο εκλαϊκευμένο βιβλίο χημείας, σχετικά μικρό. Πρώτη φορά μου άρεσε κάτι τέτοιο.

Όντας άσχετος από χημεία (αυτό δεν το υποθέτουμε – ισχύει), σκέφτομαι να το πάρω για να μάθω μερικά πράγματα.Αποφασίζω λοιπόν να το αγοράσω. Ας υποθέσουμε όμως ότι στο πορτοφόλι μου υπάρχει μία σοβαρή έλλειψη σε σχέση με την τιμή του βιβλίου.

Διαθέτω ωστόσο μία εξαιρετική φωτογραφική “μνήμη”. Βρίσκω ένα σημείο που οι υπάλληλοι δεν παρατηρούν εύκολα και “απομνημονεύω” κάθε σελίδα του βιβλίου. Ύστερα από 40 λεπτά που πέρασαν, αφήνω το βιβλίο στη θέση του (με λίγη ντροπή) και φεύγω σχεδόν με άδεια χέρια. Δεν έμεινα όμως εκεί.

Γυρνάω σπίτι και αντιγράφω ό,τι “απομνημόνευσα” σε ένα τετράδιό μου. Κάνω και τα σχήματα, και τις ζωγραφιές και όλα, στο χέρι. Αφού ολοκλήρωσα το τετράδιο – το οποίο ένιωθα πλέον ότι έγραψα εγώ- το έβαλα στο συρτάρι μου και δεν το άνοιξα ποτέ ξανά (μέχρι σήμερα για να θυμηθώ αυτές τις υποθετικές ιστορίες). Παρόλα αυτά, συνειδητοποιώ ότι θυμάμαι απροσδόκητα πολλά πράγματα από αυτό το τετράδιο.

Μόνο και μόνο με τη διαδικασία να του ρίξω μια ματιά στο μαγαζί, να το “απομνημονεύσω” και να το γράψω μετά στο χέρι, ουσιαστικά το είχα διαβάσει. Και όχι μόνο το είχα διαβάσει, αλλά μέσω αυτής της εμπειρίας είχα αφομοιώσει τόσο καλά τη γνώση που μέχρι σήμερα τη θυμάμαι μια χαρά. Αυτό δεν θα είχε συμβεί αν απλώς είχα ψάξει στο ίντερνετ: “τα βασικά της χημείας”.

Έτσι κατάλαβα τι σημαίνει η γνώση ως βίωμα. Όχι με την έννοια που το λέμε συχνά, αλλά και πάλι.

Και έτσι υποψιάστηκα λοιπόν, γιατί κάποιοι ηλικιωμένοι που συναντούσα θυμόντουσαν τι διάβασαν πριν κάμποσα χρόνια. Κατάλαβα ότι το αντίστοιχο του δικού μας google search για αυτούς ήταν να φύγουν από το σπίτι, να πάνε στη βιβλιοθήκη, να ψάξουν, να καταγράψουν τις πιο σημαντικές πληροφορίες σε ένα χαρτί με το χέρι και ύστερα να γυρίσουν πίσω. Επιπλέον, πολλοί κρατούσαν αρχείο με τις γραπτές τους σημειώσεις, ώστε αν χρειαστεί να ανατρέξουν στο μέλλον. Αν δεν τους έφταναν, ζητούσαν από άλλους ή πήγαιναν ξανά στη βιβλιοθήκη.

Η διαδικασία αυτή, της έρευνας και της αποδελτίωσης, ήταν η ουσία της αφομοίωσης της γνώσης, και σήμερα μπορεί να αναβιωθεί.

Δεν εννοώ να διαγράψεις το google, γιατί έτσι δεν θα μπορείς να μπαίνεις στο Φιλοsόfa, και να τρέχεις κάθε μέρα στις βιβλιοθήκες. Αλλά κάποια φορά που έχεις χρόνο, θες να ψάξεις κάτι, έχεις την περιέργεια να μάθεις κάτι ή να βρεις απαντήσεις σε κάποια απορία σου, σήκωσε το τομάρι σου και πήγαινε στη βιβλιοθήκη. Ή όταν διαβάσεις κάτι ενδιαφέρον σε ένα βιβλίο, αντί να το βγάλεις φωτογραφία απλώς, αντέγραψε το με το χέρι σε ένα χαρτί. Ποντάρω πως ό,τι και να διαβάσεις στη βιβλιοθήκη ή αντιγράψεις από ένα βιβλίο στο χαρτί, θα το θυμάσαι. Θα με θυμηθείς.

Τα καθιερωμένα οικογενειακά τραπέζια

Εντάξει, όλοι έχουμε καταλάβει ότι οι ρυθμοί ζωής έχουν αλλάξει και η καθημερινότητα των περισσότερων ανθρώπων σήμερα είναι σχετικά αγχωτική. Όχι ότι παλιότερα ήταν εύκολα,κάθε άλλο.

Η πλειονότητα των οικογενειών όμως πριν μερικά χρόνια, είχε κάποιες στάνταρ μαζώξεις μέσα στην εβδομάδα. Ήταν κάποιες ώρες που από κοινού είχαν αποφασίσει τα μέλη της οικογένειας να βρίσκονται. Το πιο γνωστό είναι το οικογενειακό τραπέζι της Κυριακής.

Αυτή η συνήθεια δυστυχώς έχει περιοριστεί. Ακόμα υπάρχει, προφανώς, αλλά περιορίστηκε λόγω αύξησης του ρυθμού ζωής.

Όμως γιατί είναι σημαντικό το οικογενειακό τραπέζι;

Το οικογενειακό τραπέζι είναι απαραίτητο για την επικοινωνία και το δέσιμο των μελών της μέσω της συζήτησης, των αστείων, ακόμα και των τσακωμών. Αποκτά ταυτότητα η οικογένεια μέσω της συνάντησης, και η τακτικότητα του τραπεζιού της κάθε εβδομάδας πολλές φορές λειτουργεί και ως σταθερή παρηγοριά για γονείς και παιδιά με επιβαρυμένα προγράμματα. Και κακά τα ψέματα. Η άνεση και η ασφάλεια που σου προσφέρει η συνάντηση με την οικογένειά σου είναι ανεκτίμητη. Είναι πολύ σημαντικό λοιπόν, και για τους μεγάλους και για τους μικρούς της παρέας να έχουν αυτό το αποκούμπι μέσα στην εβδομάδα.

Από την άλλη, τα ελληνικά τραπέζια έχουν και κάποια επιπλέον χαρακτηριστικά που τα καθιστούν ιδιαίτερα.

Θεωρώ, ας πούμε, τα οικογενειακά τραπέζια του Πάσχα της Ελλάδας, αξεπέραστα. Μπορούν να αποτυπωθούν όλα τα θετικά και αρνητικά του ελληνικού λαού πάνω να σε ένα τραπέζι με αρνί. Ασχέτως αν κάποιος τα απολαμβάνει ή όχι, έχουν μια ανθρωπιά σπάνια. Αυτό ως υποσημείωση.

Είναι σημαντικές τέτοιες συνήθειες που αφορούν την οικογένεια γιατί είναι η βάση της κοινωνίας. Όσο και αν σήμερα γίνονται προσπάθειες να υποβαθμιστεί η αξία της, αδιαμφισβήτητα είναι ο θεσμός που παρέχει συνοχή σε όλη τη κοινωνία.

Μπορεί κάποιος να το θεωρεί κιόλας κουραστικό και δεσμευτικό να υπάρχει μια τέτοια ρουτίνα. Αλλά πόσες ρουτίνες δεχόμαστε καθημερινά; Ας δεχτούμε και μία με ένα άλλο νόημα.

Ας επαναφέρουμε, λοιπόν, τα τακτικά τραπέζια στις οικογένειές μας για να επαναφέρουμε μία από τις πιο ανθρώπινες και αυθεντικές συνήθειες του παρελθόντος.

 

Παραπομπές

  1. Andre Maurois, Ανοιχτή Επιστολή σε έναν νέο (για την πορεία του στη ζωή), μτφρ. Ελένη Καρρά, επιμ. Μαρία Σπυριδοπούλου, Ροές-micromega, Αθήνα 2017, σ. 104-105.
  2. Σχετικό άρθρο με παραδείγματα σκακιστικών παρτίδων μέσω αλληλογραφίας στην ιστορία: https://www.chess.com/article/view/correspondence-chess—a-histo
  3. Η αλληλογραφία μεταξύ του Στέφαν Τσβάιχ και του Γιόζεφ Ροτ που έγινε βιβλίο: https://www.politeianet.gr/books/9789605055332-roth-joseph-agra-allilografia-1927-1938-332362
  4. Πηγή: https://www.theguardian.com/artanddesign/2020/apr/11/post-modern-why-millennials-have-fallen-in-love-with-stamp-collecting
  5. https://en.wikipedia.org/wiki/The_Division_Bell

Πηγές εικόνων: