Δεν ξέρω αν αγάλλονται οι ήρωες, οι ευεργέτες και οι ποιητές με τα αγάλματά τους (αφού άγαλμα σημαίνει εκείνο που προκαλεί αγαλλίαση), έτσι οικτρά μουτζουρωμένοι με μαύρες και κόκκινες μπογιές και λογής συνθήματα. Δείχνει κι αυτό -όπως και τόσα άλλα- την παρακμή ήθους και αισθητικής του πάλαι ποτέ σεβαστικού λαού μας. Μορφές που έδωσαν στη μικρή αυτή «φλούδα γης» διαστάσεις οικουμενικές, με το αίμα, την καρδιά και την τέχνη τους, παραδίδονται στη χλεύη και την κακογουστιά των ανόητων. Αυτή η «άγρια ελευθερία», όπως την περιγράφει ο Κάντ, οιστρηλατεί την άλογη επανάσταση ενάντια σε κάθε καλό και αγαθό. Οδηγεί, αντί στην απελευθέρωση από τα έσω δεσμά, «ᾗ Χριστός ἡμᾶς ἠλευθέρωσε», στο μηδενισμό και στην υποτέλεια, εις «ζυγόν δουλείας» (Γαλ., ε΄ 1).

Καθώς διαβαίνουμε τις μέρες του εθνικού ξεσηκωμού του 1821, θα χρειαστεί ακόμη μια φορά (πόσες φορές αλήθεια!) να μας ευλογήσει –κατά τον Νίκο Γκάτσο– ο Χριστός, «για να γλυτώσουμε αυτή τη φλούδα απ’ το τσακάλι και την αρκούδα». Τώρα ο εχθρός δεν έρχεται «ἐν ἅρμασι καὶ ἐν ἵπποις». Έρχεται με αργυρές λόγχες, με τον οδοστρωτήρα της παγκοσμιοποίησης και τη φενάκη του εκσυγχρονισμού. Έχουμε άραγε οι σημερινοί Έλληνες τον πνευματικό ερματισμό να αντισταθούμε; Διατηρούμε σπίθες, έστω, από τη φλόγα που θέρμαινε την καρδιά των αγωνιστών του ’21;

Η έννοια της πατρίδας για το Χριστιανισμό είναι διττή: επίγεια και ουράνια, δίχως η μια να αντιστρατεύεται την άλλη. Ωστόσο, στη μετεπαναστατική Ελλάδα, η επικράτηση του εθνοφυλετισμού, ως κυρίαρχης νοοτροπίας, παραμόρφωσε την οικουμενική διάσταση του Ευαγγελίου. Καθιέρωσε (με την κυριολεκτική σημασία του ιερού) έναν μονομερή «ελληνορθόδοξο» Θεό, προστάτη του έθνους και τιμωρό των αλλόφυλων. Ανάλογα έπραξε και ο εθνοφυλετισμός άλλων λαών, βαλκανικών και ευρωπαϊκών. Υπάρχει όμως «θεός της Ελλάδος», «θεός της Βουλγαρίας», «θεός της Ιταλίας» κ.ο.κ., θεοί δηλαδή που συμπλέκονται σε αντιπαλότητα επιδιώξεων; Όχι βέβαια. Ο Θεός είναι ένας, «ὅστις θέλει πάντα σωθῆναι». Συχνά, εντούτοις, ακόμη και από άμβωνος, όπως και ο π. Γεώργιος Μεταλληνός επισημαίνει, «ο υπερτονισμός της ιστορικής διαστάσεως του Έθνους συνιστά κίνδυνο μεταβολής της Ορθοδοξίας σε απλό διάκονό του».

[…] Ο εθνικισμός, με την έννοια που έχει σήμερα, είναι δημιούργημα των μετεπεναστατικών χρόνων. Αποτελεί άρνηση του ρωμαϊκού ιδεώδους, του διαφυλετικού ορθόδοξου πληρώματος που εξέφρασε ο Ρήγας Φεραίος, εκτροπή από την ελληνική παράδοση. Αυτή την παράδοση –εκκλησιαστική και λαϊκή– υπερασπίζεται ο Μακρυγιάννης απέναντι στο Γάλλο περιηγητή Μαλέρμπ, λέγοντας: «Χωρίς θρησκεία δεν σχηματίζεται κοινωνία, ούτε βασίλειον. Και πράγμα τζιβαϊρικόν πολυτίμητο, όπου το βαστήξαμεν εις την τυραγνία του Τούρκου δεν το δίνομεν τώρα ούτε το καταφρονούμεν οι Έλληνες».

[…] Δεν πρέπει λοιπόν να συγχέεται ο πατριωτισμός με τον εθνικισμό. Ο παραδοσιακός Έλληνας, ο Ρωμιός, τιμά πάντα τα έθνη, έχοντας παράλληλα συνείδηση της δικής του ιδιοσυστασίας. Σεμνύνεται για την πατρίδα του και τον πολιτισμό της, χωρίς να απαξιώνει τις άλλες πατρίδες. Το «über alles» δεν λειτουργεί εδώ οριζόντια αλλά κατακόρυφα· δεν εφαρμόζεται έναντι τρίτων αλλά έναντι των ιδίων αξιών, σε μια αδιάκοπη πορεία αυτοτελείωσης: «ἀπάντων τιμιώτερον καί σεπτότερόν ἐστιν ἡ πατρίς».

Αν ο εθνικισμός συνιστά εκτροπή της έννοιας του έθνους από δεξιά, ο διεθνισμός συνιστά ακύρωσή της από αριστερά. Υποκαθιστά τους δεσμούς του γένους, την ενότητα του κοινού ποτηρίου, με την οικονομική πάλη· την εθνική συνείδηση με την ταξική. Εξομοιώνει έτσι και τον Αγώνα του ’21 προς τις διάφορες κοινωνικές εξεγέρσεις, συμφωνώντας, αν και από άλλη οδό, με τις τότε αιτιάσεις του Μέττερνιχ. Ωστόσο, κατά την προεπαναστατική περίοδο, παρά τις διαφοροποιήσεις μεταξύ κατεχόντων και μη, πεπαιδευμένων και αγραμμάτων, προεστών και λαού, η παραδοσιακή αντίληψη ήταν ενιαία και καθολική. Όλοι συναποτελούσαν το Γένος των Ρωμιών, ανεμπόδιστο από σύνορα, με κοινή ορθόδοξη πίστη και έθιμα, με την πίκρα της δουλείας και το όραμα της λευτεριάς. Ασφαλώς και υπήρξαν αποστάτες του χρέους, αλλά αυτό δεν αναιρεί το ομοειδές και το ομόψυχο, το ήδη –κατά τον Πλάτωνα– «ἑλληνικόν γένος, αὐτό αὐτῷ οἰκεῖον καί συγγενές» (Πολιτεία Ε’).

[…] Στην υποδούλωση και τη φαυλότητα που σήμερα μας βαραίνουν, βοήθα Γέρο να «μεθύσουμε με το αθάνατο κρασί του εικοσιένα», όπως σάλπισε το 1940 ο Κωστής Παλαμάς. Ο εχθρός είναι εντός των πυλών, εντός μας.

 

Το παρόν άρθρο προέρχεται από το Περιοδικό Νέα Ευθύνη, τεύχος 22, Μάρτιος-Απρίλιος 2014.