– Φταίει το ζαβό το ριζικό μας!
– Φταίει ο Θεός που μας μισεί!
– Φταίει το κεφάλι το κακό μας!
– Φταίει πρώτ’ απ’ όλα το κρασί!
Ποιος φταίει; ποιος φταίει; Κανένα στόμα δεν το ‘βρε και δεν το ‘πε ακόμα (…)Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα,
προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!(Κώστας Βάρναλης, Οι Μοιραίοι)
Τις τελευταίες εβδομάδες, μια βόλτα στο κέντρο της Αθήνας είναι αρκετή για να καταλάβει κανείς την πλήρη σύγχυση που επικρατεί στο μυαλό του σύγχρονου Έλληνα. Οι διαδηλώσεις, οι αφίσες, οι καταλήψεις των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων, η αυξημένη αστυνομική παρουσία, οι εφημερίδες όλων των κομμάτων αλλά κυρίως οι συζητήσεις – στα γραφεία, στα αμφιθέατρα, στα καφενεία, στα πεζοδρόμια – διατρανώνουν ένα πράγμα: την εντεινόμενη πνευματική κρίση που περνά ο λαός μας.
Εξηγώ. Μετά από την τραγωδία των Τεμπών και το πλήθος των φρικτών συνεπειών της, ακούει κανείς διάφορα ήδη συζητητών. Η συντριπτική πλειοψηφία, όμως, χρησιμοποιώντας το κλασικό ελληνικό υβρεολόγιο, εξοργίζεται με την «Ελλάδα μπανανία», ψάχνοντας απεγνωσμένα σε ποιον θα επιρρίψει τις ευθύνες και επαναλαμβάνοντας το διαχρονικό ερώτημα, που μας ακολουθεί από τη γένεση του ελληνικού κράτους: «τίς πταίει;».
Η εύκολη απάντηση είναι, φυσικά, ότι φταίει η πολιτική ηγεσία του τόπου. Και πράγματι, εννοείται πως βαραίνουν πάρα πολλές ευθύνες την κυβέρνηση, τις οποίες οφείλει να αναλάβει, επωμιζόμενη το πολιτικό κόστος για τα εγκληματικά λάθη που διαπράχθηκαν σε βάθος χρόνου. Παρ’ όλ’ αυτά, τα αίτια της σήψης και της παρακμής μας είναι προφανώς βαθύτερα και για να εντοπιστούν, πρέπει η καταστροφή στα Τέμπη – που προστέθηκε στη μακρά λίστα με τις τραγωδίες αυτής της χώρας – να αποτελέσει, επιτέλους, αφορμή για μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και εθνικό αναστοχασμό.
Έτσι, και δεδομένου ότι στα δημοκρατικά κράτη η πολιτική εξουσία (θα έπρεπε να) αποτυπώνει τη συνείδηση της ίδιας της κοινωνίας, ανακύπτει η ευθύνη του καθενός από εμάς ξεχωριστά για τη δημιουργία μιας υγιούς πραγματικότητας. Αυτής που μπορεί να καλυφθεί εντός του έθνους – κράτους, όπου ο πολίτης θα αποφασίζει, θα εκλέγει, θα ανεβάζει, θα κατεβάζει, θα τροποποιεί. Αυτή η δημοκρατία, όμως, έχει ανάγκη ταυτοτικής συνειδήσεως. Και αντιστρόφως, η ταυτοτική μας αντίληψη είναι η προστασία της δημοκρατίας μας.
Συνεπώς, το ζητούμενο είναι να οργιστούμε πρώτα με εμάς τους ίδιους και να επανεύρουμε τους εαυτούς μας ως Έλληνες, με τα όσα αυτό συνεπάγεται. Ήρθε πλέον ο καιρός όλοι μαζί να «βάλουμε πλάτη», ο καθένας από το δικό του μετερίζι, προκειμένου να λυτρωθεί η χώρα από την κομματοκρατία, την εκλόγιμη μοναρχία και τα μικροπολιτικά μας σύνδρομα. Διότι η Ελλάδα θα αλλάξει μόνο όταν σταματήσει ο νεοραγιαδισμός του τύπου «είμαστε μπανανία», όταν αναγνωρίσουμε τις δυνάμεις μας, ανακαλύψουμε ουσιωδώς τον πολιτισμό που περιφρονούμε και συνειδητοποιήσουμε πόσα πολλά έχει να προσφέρει αυτός ο τόπος.
Εξάλλου, το ρουσφέτι και η γραφειοκρατία δεν επιβλήθηκαν με τη βία στο κράτος. Αν έχουμε μέσα μας ψυχή, όταν φτάσουμε στον πάτο της απογοήτευσης, πρέπει να βρούμε τη δύναμη για να αντιδράσουμε και να συγκρουστούμε μετωπικά, σε επίπεδο νοοτροπίας, πρώτα απ’ όλα με τον ίδιο μας τον εαυτό. Τότε είναι που θα επέλθει απότομα μια ψυχική ανόρθωση και όσες δυνάμεις κοιμούνται μέσα μας, θα ξυπνήσουν.
Τα παραπάνω ακούγονται αόριστα – το ξέρω καλά – και κινδυνεύουν να θεωρηθούν ρητορισμοί χωρίς περιεχόμενο. Ωστόσο, πιστεύω πως όλοι μας αισθανόμαστε τον ψυχικό ξεπεσμό της σύγχρονης Ελλάδας. Το μεγάλο στοίχημα της γενιάς μας, λοιπόν, είναι η πνευματική επανάσταση: η μετάνοια και το ζύμωμα ψυχικών αρετών, που θα γεννήσουν νέες αξίες, υψηλά και ευγενικά συναισθήματα, που θα καταστούν ικανά να μας βγάλουν από το άγχος της καθημερινής, ατομικής μας επιβίωσης και θα μας σηκώσουν, ως σύνολο, λίγο ψηλότερα…