Πότε θ’ ανθίσουνε τούτοι οι τόποι;
Πότε θα `ρθούνε καινούργιοι ανθρώποι
να συνοδεύσουνε τη βλακεία
στην τελευταία της κατοικία;
–Νίκος Γκάτσος, “Ελλαδογραφία”
Τα αποτελέσματα των φετινών εθνικών εκλογών, μάς επεφύλασσαν πολλές εκπλήξεις. Μεταξύ αυτών, το γεγονός πως για πρώτη φορά μετά από πολλά χρόνια, η Νέα Δημοκρατία πήρε την πρωτιά και στις ψήφους των νέων από 17 μέχρι 24 ετών. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα συγκεντρωτικά ποσοστά, η εν λόγω ηλικιακή ομάδα προτίμησε τη Νέα Δημοκρατία κατά 31,5%, ενώ ανέδειξε δεύτερο τον ΣΥΡΙΖΑ με ποσοστό 28,8% και τρίτο το ΠΑΣΟΚ με 10,5%.
Έτσι, καθώς φαίνεται, η πλειοψηφία της νέας γενιάς κινήθηκε κι αυτή μεταξύ του παθογενούς (κατ’ εμέ) διπόλου ΝΔ – ΣΥΡΙΖΑ, γεγονός που καταδεικνύει την απροθυμία των νέων για γνήσια αναζήτηση και αυτόνομο προβληματισμό, με την προοπτική ανάδειξης εναλλακτικών πολιτικών προτάσεων. Προσωπικά, εντοπίζω τα αίτια αυτού του φαινομένου στους εξής παράγοντες:
Πρώτον, στην καθοριστική επίδραση των social media για τη διαμόρφωση της πολιτικής μας κρίσης και άποψης. Συγκεκριμένα, αφού τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποτελούν πλέον τη βασικότερη πηγή πληροφόρησης του νέου Έλληνα, τα επικοινωνιακά παιχνίδια στο Tik – Tok και η ρητορική των αστεϊσμών που εύστοχα απευθύνθηκαν στα κατώτερα ένστικτα των πολιτών κατά την προεκλογική περίοδο, διέπλασαν μια επιφανειακή εικόνα για τα πρόσωπα αμφότερων των πολιτικών αρχηγών, που όμως αρκούσε για αρκετές επιπόλαιες και συναισθηματικές ψήφους.
Συμπληρωματικά με αυτό, λειτούργησε η έλλειψη ακέραια διαμορφωμένης ταυτοτικής συνειδήσεως που χαρακτηρίζει τους νέους, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους δεν ξέρουν «πού πατούν και πού πηγαίνουν», αλλά αφήνουν τα προσωπικά τους συναισθήματα να διαμορφώνουν την ταυτότητά τους. Έτσι, χωρίς ένα συμπαγές αξιακό σύστημα για να κατευθύνει την πολιτική μας ιδεολογία, τα διάφορα youth pass της τελευταίας τετραετίας, σε συνδυασμό, φυσικά, με την απουσία μνημονίων, λειτούργησαν καταλυτικά για τον νέο, ο οποίος παραμένει παγιδευμένος στο άγχος της καθημερινής, ατομικής του επιβίωσης.
Ταυτοχρόνως, όμως, πολλοί σκέφτηκαν αντίστροφα: κρίνοντας από τις τιμές του ρεύματος, των καυσίμων και βασικών ειδών που εκτοξεύθηκαν, σε συνδυασμό με το πρωτοφανές ρεύμα επιστροφών νέων στην πατρική τους εστία λόγω αδυναμίας μίσθωσης τα τελευταία χρόνια, προτίμησαν το κόμμα της αντιπολίτευσης, λειτουργώντας με μία τιμωρητική λογική.
Γενικά, τα παραπάνω μπορούν να συνοψιστούν στο ηττοπαθές σκεπτικό του «το μη χείρον, βέλτιστον» ή, αλλιώς, «στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος» – γνωμικά που ακούστηκαν στις περισσότερες προεκλογικές συζητήσεις των νεανικών παρέων. Σε κάθε περίπτωση, ειδικότερα κριτήρια και επιδράσεις έπαιξαν τον δικό τους ρόλο στη διαμόρφωση της γνώμης του καθενός, αλλά πάντως, αυτό που πρέπει να τονιστεί ως γενικά παραδεκτό, είναι πως η πλειονότητα των νέων δεν κατάφερε ούτε αυτή τη φορά να κομίσει κάτι καινούργιο. Αντιθέτως, όπως διαφάνηκε, ψήφισε ιδιοτελώς, χωρίς αμιγώς πολιτικά κριτήρια. Προς τούτο συμβάλλει, βέβαια, και η κατάσταση στα φοιτητικά αμφιθέατρα των ελληνικών πανεπιστημίων, όπου οι παρατάξεις κάθε χρώματος λειτουργούν, εν πολλοίς, σαν εκλογικά επιτελεία και φροντίζουν να διαμορφώνουν «συνειδήσεις» με τα συνήθη πολιτικά παιδιαρίσματα, που στηρίζονται, ως ένα βαθμό, σε προσωπικές φιλίες και αντιπάθειες…
Επιπρόσθετα, καθόλου αμελητέα δεν είναι και τα ποσοστά της αποχής, που διατρανώνουν ξανά τη χρόνια απελπισία και αδιαφορία απέναντι στην πολιτική κατάσταση της χώρας: μια αριστερά που αντιπολιτεύεται χρησιμοποιώντας εύκολα λόγια ταχείας κατανάλωσης και μια δεξιά που αυθαιρετεί, ως εκ νέου κυβέρνηση.
Συνοπτικά, αυτό που μάλλον συγκροτεί σε μεγάλο βαθμό την όποια πολιτική αντίληψη του νέου σήμερα, είναι το ατομικιστικό πνεύμα και ο δικαιωματισμός της εποχής μας. Τελικά, το κρίσιμο είναι να αντιληφθούμε πως η δημοκρατία μας έχει ανάγκη από μία συμπαγή ταυτοτική αντίληψη, η οποία μάλιστα θα συνιστά και εγγύηση για το δημοκρατικό μας πολίτευμα. Γι’ αυτό είναι απαραίτητη η υπέρβαση των κομματικών στεγανών από τους νέους – η οποία πρέπει να γίνει με προβληματισμό, κατάθεση γνώμης και επιχειρήματα.
Στώμεν καλώς, πάντως, γιατί οι δεύτερες εκλογές της 25ης Ιουνίου είναι αυτές που θα κρίνουν τη διακυβέρνηση και την εικόνα της χώρας κατά την επόμενη, δύσκολη τετραετία. Το μεγάλο στοίχημα της γενιάς μας, λοιπόν, είναι η υπερκέραση της ηττοπαθούς λογικής των «εκδικητικών» και ιδιοτελών ψήφων και η υιοθέτηση ενός καινούργιου, συλλογικού οράματος για το μέλλον, που θα καταστεί ικανό να μας βγάλει ως λαό από το άγχος της καθημερινής, ατομικής μας επιβίωσης και θα μας εμπνεύσει ανησυχίες βαθύτερες…