Αν υπήρχε κάποιος που θα μπορούσε να ενσαρκώσει το λαϊκό όνειρο του «να ζεις σαν βασιλιάς», δεν θα μπορούσε να είναι άλλος από τη Βασίλισσα Ελισάβετ Β’. Όχι για την πλούσια ζωή της, όχι για τους υπηρέτες γύρω της που ήταν έτοιμοι στο λεπτό να εκτελέσουν κάθε της επιθυμίας, όχι για τους γιατρούς που παρακολουθούσαν επισταμένως την υγεία της, ούτε για τα παλάτια και τα ταξίδια που είχε κάνει σε ολόκληρο τον κόσμο. Δεν μιλάμε για την μονάρχη οποιουδήποτε κράτους. Επρόκειτο για τη βασίλισσα της ένδοξης Βρετανική Αυτοκρατορίας.
Δεκατέσσερις χώρες (συμπεριλαμβανομένων και Καναδά, Αυστραλίας και Νέας Ζηλανδίας) την είχαν ως αρχηγό του κράτους τους. Ήταν αρχηγός της Κοινοπολιτείας πενήντα και πλέον εθνών. Η δημόσια αγάπη προς το πρόσωπό της απλά ανεκδιήγητη. Εκατομμύρια κόσμου που τραγουδούσε “God save the Queen” στο όνομά της, την λάτρευε και την είχε ως πρότυπο.
Κι όμως, τίποτα από αυτά δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει το αναπόφευκτο. Εκείνο που συνιστά την μόνη σταθερά στην πορεία ενός ανθρώπου σε τούτο τον κόσμο. Οι γιατροί της μόνο να το αναβάλουν μπορούσαν∙ ουδέποτε το ακύρωσαν. Εξωτερικά βέβαια η βασίλισσα φαινόταν σαν μην είχε τίποτα το κοντινό με τους υπόλοιπους, τους απανταχού κοινούς θνητούς. Ακόμα και το διαδίκτυο συνήθιζε να διακωμωδεί αυτό ακριβώς, την αθανασία της. Αλλά να! Την ύστατη στιγμή, εξισώθηκε μαζί τους περισσότερο από ποτέ: στη θνητότητα…
Για τους πιο παρατηρητικούς, το τραγικό στοιχείο είχε ήδη αρχίσει να ξεδιπλώνεται ενάμιση χρόνο πριν. Εν μέσω καραντίνας και αυστηρών περιορισμών, ο κόσμος παρακολουθούσε την μετάδοση μιας άλλης κηδείας, αυτής του Πρίγκιπα Φίλιππου. Με μόλις τριάντα μέλη του στενού οικογενειακού περιβάλλοντος να παρευρίσκονται στο ναό του Αγίου Γεωργίου του Windsor Castle, τα βλέμματα στράφηκαν με κομμένη την ανάσα σε μια μοναχική Ελισάβετ στο μπροστινό στασίδι της τρομακτικά άδειας Εκκλησίας να πενθεί το θάνατο του συζύγου της. Με τους υπόλοιπους συγγενείς διεσπαρμένους πολλά μέτρα μακριά της, η ένδοξη αυτού μεγαλειότητά της, η Βασίλισσα του Ηνωμένου Βασιλείου, στην πιο ευάλωτη στιγμή της βρέθηκε πιο μόνη από ποτέ. Και τότε τα λεφτά και τα αξιώματα δεν μπόρεσαν να τη βοηθήσουν σε τίποτε. Η μάσκα της για μια φορά εξυπηρετούσε και δεύτερο σκοπό.
Πλέον έμενε η γηραιότερη από όλους, θλιβερό απομεινάρι μιας ένδοξης εποχής. Σωματικό ερείπιο. Ψυχικό ράκος. Αυτό που το διαδίκτυο έσπευσε να σατυρίσει -ότι όλους τους έθαψε, μόνο εκείνη έμεινε- άραγε ποιος από μας θα βρισκόταν σε θέση να το διαχειριστεί; Δυστυχώς, όσο πιο ψηλά είσαι, τόσο πιο οδυνηρή είναι η κατάβαση και η πτώση. Ε, λοιπόν, ορίστε. Να που έφυγε κι αυτή. Ο Θεός να την αναπαύσει.
Κι ο κόσμος; Ο κόσμος που σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της οικουμένης έσπευσε να στείλει τα συλλυπητήριά του; Που περίμενε δεκατέσσερις ώρες για να την προσκυνήσει; Που έστειλε λουλούδια και γράμματα; Που πέταξε από κάθε γωνιά του πλανήτη για να παραστεί στην κηδεία της; Όλος αυτός ο κόσμος; Έμαθε τουλάχιστον κάτι;
Όλοι αυτοί οι βασιλιάδες και οι βασίλισσες, πρωθυπουργοί και πρόεδροι, αξιωματικοί και συγγενείς που συνάχθηκαν στο Λονδίνο προβληματίστηκαν για τίποτα από όλα αυτά; Όχι για τη βασίλισσα. Για αυτήν, όπου κι αν βρίσκεται τώρα, δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτα. Ούτε με τη δεξίωση των χιλίων ατόμων που παρατέθηκε στο παλάτι του Μπάκινγχαμ, ούτε με το δεκαήμερο εθνικό πένθος που κηρύχθηκε για χατίρι της, ούτε με τις πομπές, τα πρωτόκολλα και τις νεκρολογίες. Θα λάβει κάποιο μήνυμα η παγκόσμια ελίτ ή θα περιοριστεί στο κύρος και την κοινωνική συναναστροφή που τους προσέφερε αυτή η έκτακτη σύνοδος κορυφής; Θα αντιληφθούν το καμπανάκι που χτυπάει για αυτούς ή θα συνεχίσουν ακάθεκτοι την «αθάνατη» ηγεμονία τους;
Αλλά εδώ είναι το πρόβλημα. Τελικά δεν τιμάμε την θανούσα, τη δική μας αλαζονεία τιμάμε. Δημιουργήσαμε ένα πρότυπο ζωής σύμφωνα με τις απωθημένες επιθυμίες μας και συμφωνήσαμε ότι θα του δώσουμε αξία και θα το κυνηγάμε -όσο ανεκπλήρωτο κι αν είναι. Άλλωστε, εχθρός του να έχουμε πολλά, είναι ασφαλώς το να αποκτήσουμε περισσότερα. Και όχι μόνο υλικά.
Πόσοι δεν έσπευσαν για ατέλειωτες ώρες στους δρόμους του Λονδίνου απλώς για να είναι μέρος της «κοσμοϊστορικής στιγμής» που θα διηγούνται στα παιδιά τους; Πόσοι ικανοποίησαν την περιέργειά τους διεισδύοντας στις γλυκανάλατες λεπτομέρειες της ιδιωτικής ζωής μιας άλλης οικογένειας με τη δικαιολογία ότι τυγχάνει να είναι βασιλική; Όπως επίσης δεν θα ήταν άτοπο να υποθέσουμε ότι και οι περισσότεροι από τους λεγόμενους VIP προσκεκλημένους περισσότερο τιμήθηκαν παρά τίμησαν. Ώστε να χορτάσουν, έστω και προσωρινά, την ακόρεστη τη δίψα τους για εξουσία και δόξα.
Όσο για τον νεο Βασιλιά Κάρολο, δεν υπάρχουν πολλά λόγια που να μπορούν να περιγράψουν την ανθρώπινη ματαιοδοξία που καλείται να ενσαρκώσει στη δύση της ζωής του. Ορίστε: απέκτησε επιτέλους εξουσία, έγινε μεγαλειότατος! Ευτυχισμένος έγινε;
Τί γάρ ὠφελήσει ἄνθρωπον ἐάν κερδήσῃ τόν κόσμον ὅλον, κα ζημιωθῇ τήν ψυχήν αὐτοῦ;
(Μαρκ. 8, 36)
Στην τελική, το ζήτημά μας δεν θα έπρεπε είναι η βασίλισσα. Το αν θα «ζημιωθεί η ψυχή» εκείνης που «κέρδισε τον κόσμον όλον» είναι δική της υπόθεση. Και του Θεού. Εμείς, όμως, που δεν τον έχουμε τον «κόσμο» στα χέρια μας αλλά κοπιάζουμε απεγνωσμένα νύχτα-μέρα να τον αποκτήσουμε, γιατί τον λαχταράμε; Γιατί μας λείπει; Γιατί αγχωνόμαστε και μελαγχολούμε; Κάποια στιγμή θα φτάσει η ώρα που θα εγκαταλείψουμε κι εμείς το δικό μας βασίλειο -δεν πειράζει που είναι μικρότερο από της Ελισάβετ, για το τον εγωισμό μας, αν και μικρό, παραμένει βασίλειο- και δεν θα πάρουμε ούτε δίλεπτο μαζί. Θα φτάσει η στιγμή που μόνο δύο μέτρα χώμα θα μας μείνουν. Όσα και στην αυτού μεγαλειότητά της εδώ που τα λέμε. Και όποιος σπεύσει να χαρεί που θα εξισωθεί επιτέλους μαζί της, ας μην λησμονεί ότι τα ίδια θα πάρει και ο πιο τελευταίος άνθρωπος αυτού εδώ του πλανήτη.
Ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα ματαιότης! (Εκκλ. 1,2) Αλήθεια, όλα είναι μάταια; Οπωσδήποτε αυτά που κυνηγάμε εμείς. Αλλά μήπως -λέω μήπως- υπάρχει και κάτι αιώνιο; Κάτι που να «ζητήσουμε πρώτον» και έχει ο Θεός για τα άλλα. Αν ναι, καιρός να το αποκτήσουμε…