Παρατηρώντας συνεντεύξεις διάσημων προσώπων, αντιλαμβάνομαι συχνά ένα φόβο να μιλήσουν. Λειαίνουν όλο και περισσότερο τις δηλώσεις τους μη τυχόν και κάποιος τις θεωρήσει αιχμηρές. Δεν έχουν κι άδικο. Και τι δεν κάνουν οι δημοσιογράφοι για να δημιουργήσουν ένα βαρύγδουπο τίτλο στο εξώφυλλο. (Η γνωστή μέθοδος «άρτος και θεάματα»…). Τα δε media, λες και παραμονεύουν πότε κάποιος θα κάνει ένα λάθος για να ξεχειλίσουν κατάρες και χυδαιότητες.
Τι λάθος;
Προφανώς δεν αναφέρομαι σε δολοφονίες, βιασμούς κοκ., αλλά σε κατά καιρούς ανήθικες ή ασυνείδητες δηλώσεις, στις οποίες εμείς οι αυτοοριζόμενοι ηθικοί και δικαστές κουνάμε το δάχτυλο, εκδηλώνοντας χίλιες φορές περισσότερη ανηθικότητα. Και είναι χιλιάδες τα κακόβουλα σχόλια και οι χλευαστικές αναρτήσεις που επιτίθενται πολύ χειρότερα απ’ ότι ο αρχικός θύτης. Το ότι κάποιος παραφέρθηκε, προσέβαλλε κάποιον άλλο, ή εξέφρασε κάτι πολιτικά μη ορθό, είναι αρκετό για να του θυμίσουμε πόσο τιποτένιος είναι, αυτός που μέχρι χθες θαυμάζαμε, και πόσο ανάξια πήρε τη δημοσιότητα που πήρε. Τι κι αν εμείς του τη δώσαμε. Για το να αναλογιστούμε αν και εμείς έχουμε κάποιο μερίδιο ευθύνης για την «ειδωλοποίηση» τέτοιων ατόμων, ούτε λόγος. Όσο εύκολα τον εκθειάζουμε, με την ίδια ευκολία μετά από λίγο τον καταβαραθρώνουμε.
Δεν δικαιολογώ το λάθος του εκάστοτε «κατηγορούμενου». Πάντα βέβαια στη περίπτωση που όντως έχει ειπωθεί κάτι ανάρμοστο και δεν αφορά παρερμηνεία κακόβουλων ατόμων που τραβούν ένα θέμα από τα μαλλιά για να πάρει δημοσιότητα, ούτε εμπίπτει στην πολιτική του cancel culture που ακυρώνει οτιδήποτε αντιβαίνει τον καθωσπρεπισμό. Τότε σαφέστατα και πρόκειται για αβάσταχτη και αήθη επιπολαιότητα ατόμων με (τουλάχιστον τη δεδομένη στιγμή) σπασμένα τα φρένα. Δεν υπολογίζουν ότι η έκθεση σε ανεβάζει αλλά η υπερέκθεση σε σκοτώνει. Ειδικά στις περιπτώσεις που αφορά δημόσια πρόσωπα η ευθύνη τους είναι ακόμη μεγαλύτερη, και το κοινό προφανώς πρέπει να αντιδρά και να μην τα προσπερνά. Αλλά στην πράξη, η απόκριση που δέχονται δεν είναι απλώς μια δυσαρέσκεια, παρά ένα όργιο ανθρωποφαγίας. Μια δήλωση γίνεται έναυσμα για να ξεσπάσουν τα κανιβαλιστικά ένστικτα ανθρώπων που διψούν για λαϊκό δικαστήριο. Μια ανάγκη επικράτησης ενός ανθρώπου ή μιας ομάδας ανθρώπων πάνω σε άλλα άτομα. Μια ανάγκη για πόλωση ώστε να χωριστούμε σε δύο στρατόπεδα για το παραμικρό.
Μια ακόμη τραγική ειρωνεία βρίσκεται στις εταιρείες, οι οποίες εκμεταλλεύονται το συμβάν για νέες καμπάνιες «υπεράσπισης του θύματος» με σκοπό να φανούν ψυχόπονες. (Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα ριγέ αρκουδάκια και τα σακουλάκια καφέ με ρίγες με αφορμή το συμβάν με τον Τάσο Ξιάρχο που συνέβη πριν λίγους μήνες.) Οι ίδιες εταιρείες που θυσιάζουν θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα στο βωμό της κερδοφόρους ανάπτυξης του, ξαφνικά μόλις κάτι «πουλάει» χτίζουν ένα φιλάνθρωπο προφίλ. Έξυπνο marketing δε λέω, αλλά πόσο ποταπό να επικαλείσαι την εταιρική κοινωνική σου ευθύνη τόσο υποκριτικά.
Το χειρότερο είναι ότι οι περισσότεροι πέφτουν σ’ αυτή την παγίδα. Μπερδεύουν τη δικαιοσύνη με την ανθρωποφαγία. Απομονώνουν μια πράξη και ταυτίζουν τον άνθρωπο μ’ αυτήν. Ξεγράφουν ό,τι μπορεί να έχει προσφέρει εκείνος μέχρι τώρα, ακόμη και ό,τι μπορεί να προσφέρει στο μέλλον. Ξεγράφουν και τον ίδιο τον άνθρωπο. Κατακρίνουν δίχως έλεος σε σημείο που δεν αντιλαμβάνονται τη βαρύτητα των λεγομένων τους. Έτσι η επίθεση αυτή δεν πηγάζει πια από τη δυσαρέσκειά τους απέναντι στο εκάστοτε «λάθος», αλλά από ένα βαθύτερο εσωτερικευμένο μίσος. Ποιος νοιάζεται αν μετανόησε; Φτάνει που το έπραξε. Ένα λάθος είναι αρκετό για να τον στολίσουν μ ’ένα σωρό «κοσμητικά» επίθετα, αρρώστιες και θανάτους.