Το 2021 που παρήλθε, ως έτος άρρηκτα συνδεδεμένο με την εθνική μας παλιγγενεσία, έχει μάλλον προσφέρει σε αρκετούς από εμάς μια ψυχική και εθνική ανάταση. Η επέτειος της συμπλήρωσης 200 χρόνων από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, ήταν πράγματι μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για να εγκύψουμε στην ουσία του 1821 και να ανασύρουμε τις αξίες που μας καθόρισαν διαχρονικά, ανατρέχοντας σε κάποιες από τις πιο λαμπρές σελίδες της Ελληνικής Ιστορίας.

 

Αντιθέτως όμως, το 2022 στο οποίο πορευόμαστε τώρα, συσχετίζεται με μία άλλη, μαύρη και θλιβερή επέτειο – αυτήν των 100 χρόνων από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Κι ενώ γιορτάσαμε την επέτειο της αποτίναξης του τουρκικού ζυγού, ερχόμαστε ευθύς αμέσως αντιμέτωποι με τη σκληρή αλήθεια της προ αιώνος τραγωδίας στην «καθ΄ημάς Ανατολή», βιώνοντας έτσι τη μεταπήδηση από την υπερηφάνεια, στην απώλεια.

 

Καθώς λοιπόν τα έτη δίνουν τη σκυτάλη το ένα στο άλλο και η Ιστορία προχωρά χωρίς να μας αφήνει πολλά περιθώρια, συνειδητοποιούμε πως μας έλαχε να ζούμε σε μια περίοδο – μεταίχμιο δύο επετείων που αποτελούν σημαντικότατα ορόσημα στην εθνική μας ιστορία – η μια ως η αρχή της ενσάρκωσης της Μεγάλης Ιδέας και η άλλη ως το τραγικό της τέλος.

 

Έτσι, τώρα είναι ίσως η καταλληλότερη στιγμή για να προβούμε σε μια συνολική ενδοσκόπηση, προκειμένου να “φωτίσουμε” και να εξοντώσουμε τις αιτίες που όλα αυτά τα χρόνια μας άφησαν μισούς.

 

Τώρα ακριβώς, είναι η πλέον αρμόζουσα περίοδος για να προσδιορίσουμε σε εθνικό επίπεδο τους συλλογικούς μας στόχους και να οικοδομήσουμε ένα νέο όραμα, που τόσο έχουμε ανάγκη. Διότι όσο τα έθνη χρειάζονται το παρελθόν για να καλλιεργήσουν το αίσθημα του συν-ανήκειν και κατ’ επέκταση να επιβιώσουν, άλλο τόσο χρειάζονται ένα κοινό όραμα για το μέλλον που θα τους βοηθήσει, κατ’ επέκταση, να δημιουργήσουν.

 

Είναι, άρα, καιρός οι σημερινοί Έλληνες να αποφασίσουμε αν θέλουμε να πορευτούμε στον δρόμο της διακριτής ιστορικής μας παρουσίας ή στη στράτα της ανυπαρξίας. Και μπροστά στο δίστρατο αυτό, επιβάλλεται να αναστοχαστούμε τη συλλογική μας μοίρα και τις προτεραιότητές μας, για να μπορέσουμε να κλείσουμε τους κύκλους της δουλοπρέπειας και των “χαμένων ευκαιριών” και να δημιουργήσουμε ένα μέλλον “στο μπόι των ονείρων μας, στο μπόι των ανθρώπων”.

 

Προτού όμως σχεδιάσουμε τα επόμενα βήματα, οφείλουμε πρώτα να λύσουμε το καίριο πρόβλημα της ολοκληρωτικής μας απομάκρυνσης από τις αξίες και την ουσία (ή την πεμπτουσία) του Ελληνισμού, αφού ως ελληνική κοινωνία έχουμε σήμερα απεμπολήσει τα θεμελιώδη στοιχεία που όριζαν την ταυτοτική μας αντίληψη παλαιόθεν. Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, πως η Ελληνικότητα συνίσταται κυρίως στον τρόπο με τον οποίο ιεραρχήσαμε τις προτεραιότητες και τους στόχους μας ως σύνολο, για να πορευτούμε ανά τους αιώνες.

 

Με άλλα λόγια, για να έχουμε μέλλον, πρέπει να εγκύψουμε πρώτα στο παρελθόν. Να φροντίσουμε να επανεύρουμε τα κοιτάσματα της εθνικής και ιστορικής μας συνείδησης, με τα όσα αυτά συνεπάγονται. Να συνειδητοποιήσουμε την κοσμοσυστημική ιδεολογία του Ελληνισμού, που όπως σημειώνει ο Ελύτης, «δεν είναι παρά ένας τρόπος να βλέπεις και να αισθάνεσαι τα πράγματα».

 

Εν τέλει, το 2022 μπορεί να λειτουργήσει για εμάς διττά: Ως σημείο αναφοράς του παρελθόντος, αλλά και ως αφορμή θεώρησης ενός κοινού μέλλοντος. Ως «κλειδί», δηλαδή, για την υιοθέτηση μιας άλλης νοοτροπίας και ενός νέου, συλλογικού οράματος που θα καταστεί ικανό να μας βγάλει, ως λαό, από την αγωνία της καθημερινής ατομικής επιβίωσης και να μας εμπνεύσει ανησυχίες βαθύτερες· που θα μας ωθήσει στο να ολοκληρώσουμε έστω πολιτισμικά, αυτό που δεν μπορέσαμε να ολοκληρώσουμε εδαφικά, χαράσσοντας τις πτυχές μιας νέας, ηθικής επανάστασης, με ορίζοντες από την Κερύνεια μέχρι τη Μικρασία…